Χρήστου Γρηγορίου, Από την Ιρλανδία στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Edmund Burke ως επίδοξος «άνθρωπος των γρ
Χρήστου Γρηγορίου, Από την Ιρλανδία στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Edmund Burke ως επίδοξος «άνθρωπος των γραμμάτων» (σελ.:205-240)
5. ΤΟ ΥΨΗΛΟ, Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ
Στο κεφάλαιο αυτό, προτίθεμαι να σταθώ συστηματικότερα στην έννοια του Υψηλού1, για να διερευνήσω τον χαρακτήρα και τα αίτια που το γεννούν. Η πραγμάτευση της έννοιας του Υψηλού, όπως μάλιστα αυτό διακρίνεται ριζικά από το Ωραίο, είναι μάλλον η σημαντικότερη συμβολή του Burke στην αισθητική θεωρία. Αν και ο Burke δεν ανακαλύπτει το Υψηλό, η συστηματοποίηση που επιχειρεί είναι αναμφίβολα εξαιρετικά γόνιμη2, τόσο, ώστε, από εκεί και πέρα, να καθίσταται αδύνατον να περάσει απαρατήρητη. Αυτό που με ενδιαφέρει ιδιαιτέρως στο κεφάλαιο αυτό είναι η διαλεκτική ανάμεσα στην αισθητική του Υψηλού _η αναφορά στο συναίσθημα και στα φυσικά αίτια που το γεννούν_ και το ρητορικό Υψηλό, αυτό δηλαδή που συνδέεται με την ποίηση και τη ρητορική. Και στις δύο περιπτώσεις, επιθυμώ να διακρίνω το Υψηλό του Burke από τη μετέπειτα, καντιανή ανάγνωση του. Θα υποστηρίξω, συγκεκριμένα, ότι σε σχέση με τη φύση το Υψηλό δεν μας εξυψώνει, ενώ σε σχέση με την ποίηση και τη ρητορική, ότι εμπλέκεται με ζητήματα ηθικά, ζητήματα διαμόρφωσης αξιολογήσεων και κοινωνικής συνοχής.
Ο Burke ξεκινά από το συναίσθημα που συνδέεται με το Υψηλό που, όπως έχει ήδη ειπωθεί, συνιστά το ισχυρότερο συναίσθημα που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος. Όπως το έκανε και ο Λογγίνος3, ο Burke σημειώνει την πλήρη κυριάρχηση των παθών του Υψηλού πάνω σε ένα υποκείμενο που χάνει την αυτοκυριαρχία του και έρχεται σε ένα είδος έκστασης. Το πάθος το οποίο παράγεται από το Υψηλό και το μεγαλοπρεπές στη φύση, ξεκινά ο Burke, όταν μάλιστα αυτά επιδρούν με τη μεγαλύτερη ένταση είναι η κατάπληξη (astonishment). Η κατάπληξη προσδιορίζεται ως «εκείνη η κατάσταση της ψυχής κατά την οποία όλες οι κινήσεις της αναστέλλονται με κάποιο βαθμό φρίκης»4. Η αναστολή των λειτουργιών της ψυχής στο σημείο αυτό είναι κομβική και ο Burke επιμένει σε αυτό. Ο Λόγος στέκεται ανίκανος μπροστά στο Υψηλό, δεν είναι οι σκέψεις και οι συλλογισμοί μας που το γεννούν, το Υψηλό, αντίθετα, μας παραλύει νοητικά. Ο Burke, ωστόσο, είναι έτοιμος να περιγράψει τις διαβαθμίσεις του πάθους αυτού. Σε πιο ήπιους βαθμούς έντασης το Υψηλό, όπως σημειώνει ο Burke, παράγει ό,τι ονομάζουμε θαυμασμό, ύστερα, την εκτίμηση και, τέλος, τον σεβασμό.
Σειρά, σε μια εκτενή πραγμάτευση, που θέλει να είναι εξαντλητική, έχουν τα αίτια και οι ποιότητες που γεννούν το Υψηλό• ο Burke ξεφεύγει από το ρητορικό Υψηλό, στο οποίο αναφέρθηκε σε σχέση με την αρχή της φιλοδοξίας, για να αναφερθεί στην επίδραση της φύσης, αλλά και, όπως θα δούμε, της κοινωνίας και της ιδέας του Θεού. Η αναγωγή, από την πλευρά του Burke, όλων των αιτίων σε μια θεμελιώδη αιτία είναι κομβική, πολύ δε μάλλον που αυτή η θεμελιώδης αιτία είναι ο φόβος. «Κανένα άλλο πάθος», παρατηρεί, «δεν στερεί από τον νου όλες του τις δυνάμεις να δρα και να συλλογίζεται όσο ο φόβος». Ο φόβος, συνεχίζει, κάνοντας τη σύνδεση με όσα είπε στο πρώτο του μέρος, αποτελεί προμήνυμα του πόνου και του θανάτου και για αυτό επιδρά με τρόπο που μοιάζει με τον πόνο. Η μεταφορά πάντως στο πεδίο της φαντασίας5, ως της κατεξοχήν έδρας του Υψηλού, είναι αξιοσημείωτη, καθώς η έμφαση αυτή είναι αντεστραμμένη στην περίπτωση του Ωραίου. Εκεί, η πραγμάτευση του Burke ξεκινά κατευθείαν από τις αντικειμενικές αισθητές ποιότητες των πραγμάτων που, κατά την εκτίμηση του Burke, εγείρουν το Ωραίο.
«Οτιδήποτε», συνεχίζει ο Burke, αναθεωρώντας παλιότερες εκτιμήσεις για την αιτία του Υψηλού, «είναι τρομερό, όσον αφορά τη θέα, είναι και Υψηλό, είτε αυτή η αιτία του τρόμου είναι εφοδιασμένη με μεγαλοπρέπεια ως προς τις διαστάσεις είτε όχι»6. Η αναφορά στο μέγεθος παραπέμπει μάλλον στον Addison και την ιδέα του ότι το θεμέλιο του Υψηλού είναι η μεγαλοπρέπεια (greatness)7. Υπάρχουν πολλά ζώα, επιχειρηματολογεί ο Burke εναντίον μιας τέτοιας σύνδεσης, τα οποία, αν και δεν είναι καθόλου μεγάλα, εγείρουν ιδέες του Υψηλού, ακριβώς γιατί προξενούν πάθη φόβου. Εξάλλου, σε αντικείμενα μεγάλων διαστάσεων, αν προσθέσουμε μια ιδέα τρόμου, γίνονται ασύγκριτα πιο μεγαλειώδη. «Στην πραγματικότητα», συγκεφαλαιώνει ο Burke, «ο τρόμος αποτελεί σε όλες τις περιπτώσεις, είτε φανερά είτε με τρόπο λανθάνοντα, την κυρίαρχη αρχή του Υψηλού»8.
Το δεύτερο αίτιο, στο οποίο αναφέρεται ο Burke, συνδέεται αμέσως με τον φόβο και αποτελεί απαραίτητο συστατικό για τη δημιουργία τρομερών εντυπώσεων. Αυτό είναι η ασάφεια και το σκότος (obscurity). «Όταν γνωρίζουμε την πλήρη έκταση οποιουδήποτε κινδύνου, όταν το μάτι μας τον συνηθίσει, μεγάλο μέρος του φόβου εξαφανίζεται»9. Η σύνδεση του Υψηλού με την ασάφεια και το σκότος είναι κομβική και, όπως θα δούμε, έρχεται σε ρήξη με μια παραδοσιακή θέση που συσχέτιζε την ένταση των παθών μας με το ακριβώς αντίθετο, την ευκρίνεια.
Για να στηρίξει τη θέση του αυτή, ο Burke αντλεί παραδείγματα από ένα ευρύ πεδίο πολιτικών και θρησκευτικών αναφορών. Φέρνει ως παράδειγμα την πρακτική των δεσποτικών κυβερνήσεων να κρατούν τον ηγεμόνα μακριά από το δημόσιο βλέμμα, για να εντείνουν τον φόβο των υπηκόων, αλλά αναφέρεται επίσης στο παράδειγμα της θρησκείας και το γεγονός ότι όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί ήταν σκοτεινοί. Αναφέρεται ακόμα στο παράδειγμα των βάρβαρων λαών της Αμερικής, που κρατούν το είδωλο της θεότητας πάντα στο σκοτάδι, αλλά και στους Δρυίδες, οι οποίοι εκτελούν όλες τις τελετουργίες τους στην καρδιά του δάσους (πρόκειται για αναφορές, σημειωτέον, τις οποίες θα τις ξανασυναντήσουμε στο ιστορικό έργο του Burke). Όλα αυτά, υποστηρίζει ο Burke, γίνονται για να εγείρουν και να διατηρούν στους πιστούς αισθήματα φόβου και σεβασμού. Ο Burke δεν παραλείπει να παραπέμψει και στη λογοτεχνική παραγωγή και ιδιαιτέρως σε ποιήματα, επανερχόμενος, έτσι, στο ρητορικό Υψηλό, αλλά ευθυγραμμίζοντας την επίδραση του με αυτή της φύσης. Η δύναμη της ποίησης, υποστηρίζει, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τον Milton, έγκειται ακριβώς στην ασάφεια των εικόνων τις οποίες παρουσιάζει. Αυτό, το ότι η ποίηση επιδρά μέσω ασαφών και συγκεχυμένων εικόνων, μέσω του Υψηλού, αποτελεί το βασικό επιχείρημα του τελευταίου του κεφαλαίου της Πραγματείας και σε αυτό θα επανέρθω.
Προς το παρόν, αυτό που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι η έμφαση στην ασάφεια και η σύνδεση της με το Υψηλό, την ισχυρότερη αισθητική μας εντύπωση, φέρνει τον Burke σε ρήξη με εκείνη την παραδοσιακή θέση που συνηγορούσε για το αντίθετο, την δύναμη δηλαδή του ευκρινούς. Η διαμάχη αυτή αναγκαία μετατρέπεται σε μια διαμάχη ανάμεσα σε ποίηση, το πεδίο του ασαφούς, σύμφωνα με τον Burke, και ζωγραφική, το πεδίο της ευκρίνειας. Επιχειρώντας ακόμα μια φορά να διακρίνει τις λειτουργίες του νου μας, με τον ρόλο δηλαδή του προσεκτικού αναλυτή των ψυχικών φαινομένων, ο Burke διατυπώνει την ακόλουθη ισχυρή θέση: «είναι άλλο πράγμα να κάνεις μια ιδέα σαφή και άλλο να την κάνεις συγκινητική για τη φαντασία»10.
Ένας καλός πίνακας, επιχειρηματολογεί ο Burke, μας δίνει μια εξαιρετικά σαφή εικόνα των πραγμάτων, ενός παλατιού, ενός ναού ή ενός τοπίου. Παρόλα αυτά, δεν επιδρά πάνω μας παρά όπως και το αντικείμενο που αναπαριστά, αν προσθέσουμε και την ικανοποίηση που αντλούμε από την ίδια την αγάπη της μίμησης. Από την άλλη, συνεχίζει ο Burke, οι πιο πνευματώδεις και ζωηρές λεκτικές περιγραφές δεν μας δίνουν παρά μια εξαιρετικά ασαφή και ατελή περιγραφή των πραγμάτων, εγείρουν ωστόσο πολύ ισχυρότερα συναισθήματα. Στην πραγματικότητα, καταλήγει ο Burke, η σχέση σαφήνειας και επίδρασης στη φαντασία είναι μια σχέση αντιθετική, «η μεγάλη σαφήνεια», παρατηρεί, «δεν βοηθά παρά ελάχιστα στη συγκίνηση των παθών, καθώς είναι τρόπον τινά εχθρός οποιουδήποτε ενθουσιασμού»11.
Η θετική φόρτιση της έννοιας του ενθουσιασμού στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, καθώς μάλιστα θετική αναφορά στην έννοια εντοπίσαμε και στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας, στις σκέψεις του Burke τις σχετικές με τη θρησκεία12. Η έννοια είναι χαρακτηριστική του λεξιλογίου του Υψηλού, συναντάται ήδη στον Λογγίνο και αποσκοπεί στο να τονίσει την ικανότητα του Υψηλού να εγείρει έντονα συναισθήματα13. Αυτός που δίνει ιδιαίτερη σημασία στην έννοια κατά τη νεωτερικότητα είναι ο Dennis, ο οποίος μάλιστα τη συνδέει προνομιακά με τη θρησκεία• θεωρεί δηλαδή ότι τα θρησκευτικά θέματα είναι τα καταλληλότερα για να εγείρουν έναν τέτοιον ενθουσιασμό14.
Η προβληματική της διαμάχης ανάμεσα σε ποίηση και ζωγραφική, πάντως, για να επανέρθω στη πραγμάτευση του Burke, έχει μια μακρά παράδοση. Ο Burke αναφέρεται σε ένα δίστιχο του Οράτιου, σύμφωνα με το οποίο «ο νους συγκινείται λιγότερο ζωηρά από ό,τι εισέρχεται δια μέσου της ακοής, παρά με ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια, τα οποία δεν εξαπατούν»15. Επίσης, αναφέρεται στον Du Bos, ο οποίος, στο ίδιο πλαίσιο, είχε υποστηρίξει ότι «η δύναμη της ζωγραφικής είναι μεγαλύτερη από αυτή της ποίησης»16, αποδίδοντας αυτή τη δύναμη, αφενός, στην προτεραιότητα της όρασης και, αφετέρου, στο ότι η ζωγραφική μετέρχεται μόνο φυσικά και όχι τεχνητά μέσα. Ο Burke, λοιπόν, επαναφέρει τη διαμάχη, για να υποστηρίξει την αντίθετη από την παραδεδομένη θέση, προϊδεάζοντας, έτσι, για το πέμπτο κεφάλαιο της Πραγματείας, όπου ο Burke θα αναφερθεί στην επίδραση των λέξεων και θα υποστηρίξει τη μη φυσική επενέργεια τους.
Στο σημείο που μας απασχολεί, και για να πείσει ως προς την υπεροχή του συγκεχυμένου και άρα της ποίησης, ο Burke παραπέμπει στους κοινούς ανθρώπους, έναν τύπο ανθρώπου χωρίς ανεπτυγμένη γνώση και χωρίς εκλεπτυσμένο γούστο, και για αυτό, έναν τύπο ο οποίος μπορεί καλύτερα να παρατεθεί ως ανθρωπολογικό μοντέλο. Σε αυτούς τους ανθρώπους, παρατηρεί ο Burke, η ζωγραφική δεν είχε ποτέ σπουδαία επίδραση, όπως δεν είχε και η σπουδαία ποίηση• όλα αυτά χρήζουν κάποιας αισθητικής καλλιέργειας. Παρόλα αυτά, συνεχίζει ο Burke, προχωρώντας στην «χαρτογράφηση» της ψυχολογίας του φυσικού ανθρώπου, αν και τα υψηλότερα δείγματα ζωγραφικής, όπως και ποίησης, δεν γίνονται κατανοητά από αυτούς, ωστόσο, τα πάθη τους εγείρονται πολύ εύκολα από λαϊκά ποιήματα ή τα κηρύγματα κάποιου φανατικού ρήτορα. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι οι λέξεις, πρωτογενώς τουλάχιστον, μας επηρεάζουν εντονότερα από τις εικόνες. Αντίστοιχα, «η ποίηση, με όλη της την ασάφεια, έχει μια πιο γενική, αλλά και πιο ισχυρή κυριαρχία στα πάθη από οποιαδήποτε άλλη τέχνη»17. ('Εχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς οι στοχασμοί αυτοί του Burke θα επαληθεύονταν, με οδυνηρό για τον ίδιο τρόπο, με το ξέσπασμα της γαλλικής επανάστασης. Ο Richard Price θα μπορούσε κάλλιστα να ενσαρκώσει τον φανατικό ρήτορα του παραδείγματος του Enquiry και η επίδραση των λέξεων του να επαληθευτεί από τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών στη Μ. Βρετανία18).
Αφού έχει δείξει την πρωτοκαθεδρία του ασαφούς και του σκοτεινού απέναντι στο σαφές και το ευκρινές, ο Burke διερωτάται για την αιτία και οδηγείται στην άγνοια. Το δίπολο σαφήνεια και ασάφεια μεταφράζεται, τελικά, στο δίπολο γνώση και άγνοια. «Είναι η άγνοια μας», παρατηρεί, «η οποία προκαλεί όλο τον θαυμασμό και κυρίως εγείρει τα πάθη μας, η γνώση και η εξοικείωση δεν προκαλούν παρά ελάχιστη εντύπωση»19. Βρισκόμαστε, έτσι, στο πεδίο το οποίο οριοθετήθηκε, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της πραγματείας, στη βάση της φυσικής αγάπης του ανθρώπου για το καινούριο. Το ασαφές τρέφει την περιέργεια μας, ενώ το ευκρινές και σαφές μας εξοικειώνει με τα πράγματα και τους κλέβει τη γοητεία. Θα μπορούσαμε, επίσης, να πιάσουμε το νήμα αυτών των σκέψεων ήδη από την εισαγωγή για το γούστο και το δίπολο φαντασίακρίση. Η ευκρίνεια και η σαφήνεια γειτνιάζει, ως προς τη λειτουργία της, με την κρίση, η οποία αρέσκεται να αναλύει και να διαιρεί τις ιδέες. Αντίθετα, το ασαφές και το σκοτεινό δίνει άφθονη τροφή στη φαντασία, της επιτρέπει να αυξάνει το υλικό της απεριόριστα.
Έχει σημασία ότι πολύ γρήγορα ο Burke σπεύδει να παρατηρήσει ότι όσα προηγήθηκαν δεν αφορούν μόνο τους ταπεινότερους και περισσότερο αμαθείς, γιατί, δικαιολογεί, όλοι μας είμαστε σαν αυτούς ως προς τα πράγματα που δεν κατανοούμε, και υπάρχουν πράγματα που είναι, ακόμα και για τους πιο μορφωμένους, ακατανόητα. Ο Burke φέρνει το παράδειγμα της απειρίας και της αιωνιότητας, ιδέες τόσο λίγο κατανοητές, όσο και ισχυρές, ως προς την επίδραση τους στα πάθη μας. Η αλήθεια τους, φαίνεται να παρατηρεί ο Burke, με όλη εκείνη τη σκεπτικιστική διάθεση που εντοπίστηκε στο πρώτο μέρος, είναι απροσπέλαστη, παρόλα αυτά, η επίδραση τους, όχι στη διάνοια, αλλά στη φαντασία μας, εξακολουθεί να είναι ισχυρή και αυτό συνιστά ένα απολύτως θεμιτό αντικείμενο έρευνας. Αν η εμπειριστική προσέγγιση βάζει σαφή όρια στις νοητικές ικανότητες του ανθρώπου, τους περιορισμούς αυτούς υπερβαίνει το συναίσθημα μας. Αν και υπάρχουν πράγματα τα οποία διαφεύγουν από την εποπτική ικανότητα του νου μας, διαφεύγουν των κατηγοριών των αισθήσεων μας, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τεκμήριο για την ύπαρξη τους αυτή είναι η ισχυρότατη επίδραση επί των παθών μας και ο Θεός, θα συμπλήρωνε ο Burke, στο πνεύμα των «σκέψεων για τη θρησκεία», δεν μπορεί να μας έχει δώσει πάθη τα οποία δεν έχουν ένα πραγματικό αντικείμενο.
Σειρά έχει η σύνδεση του Υψηλού με την ιδέα της δύναμης. «Πέρα από τα πράγματα τα οποία αμέσως υποδηλώνουν την ιδέα του κινδύνου, και αυτά τα οποία προκαλούν ένα παρόμοιο αποτέλεσμα από μηχανικές αιτίες, δεν ξέρω τίποτα Υψηλό που να μην αποτελεί κάποια τροποποίηση δύναμης»20, παρατηρεί ο Burke, υπερασπιζόμενος τη σύνδεση της ιδέας της δύναμης με αυτή του φόβου. Με μια πρώτη ματιά, παραδέχεται, η δύναμη φαίνεται να είναι μια ιδέα αδιάφορη, η οποία μπορεί εξίσου να αποδοθεί και στην ευχαρίστηση και στον πόνο, παρόλα αυτά, παρατηρεί ο Burke, ο πόνος είναι ισχυρότερο συναίσθημα και, όπου συνυπάρχει με τη δυνατότητα ηδονής, είναι αυτός που υπερτερεί.
Εξάλλου, συνεχίζει ο Burke, η εμπειρία μας λέει ότι για την απόλαυση της ηδονής δεν χρειάζονται μεγάλες ασκήσεις δύναμης, κάτι τέτοιο, αντίθετα, θα κατέστρεφε μάλλον την ηδονή, γιατί, όπως παρατηρείται, «την ηδονή πρέπει να την αρπάξουμε (must be stolen) όχι να μας επιβληθεί»21, η ηδονή ακολουθεί τη θέληση μας και, γενικά, μας την εγείρουν πράγματα τα οποία υστερούν σε δύναμη, σε σχέση με εμάς. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με τον πόνο, ο πόνος πάντα μας επιβάλλεται και, άρα, συνδέεται με μια δύναμη που με κάποιο τρόπο είναι ανώτερη της δικής μας, γιατί φυσικά δεν υποκύπτουμε ποτέ στον πόνο με τη θέληση μας. Η δύναμη, καταλήγει ο Burke, η βία, ο πόνος και ο φόβος είναι ιδέες που εγείρονται μαζί στο νου. Ο Burke καλεί τους αναγνώστες του σε μια ενδοσκόπηση: «κοιτάξτε έναν άνθρωπο ή ένα ζώο εξαιρετικής δύναμης. Τι σας έρχεται στο νου πριν από οποιονδήποτε συλλογισμό; Ότι αυτή η δύναμη θα τεθεί στην υπηρεσία σας, για να εξυπηρετήσει την άνεση, την ευχαρίστηση και τα συμφέροντα σας εν γένει; Όχι», σπεύδει να απαντήσει ο ίδιος, «το συναίσθημα που νιώθετε είναι ο φόβος ότι η δύναμη αυτή θα επιστρατευτεί για τη βία και την καταστροφή»22.
Για όσους εξακολουθούν να αμφισβητούν την ιδέα ότι η δύναμη αντλεί το μεγαλείο της από τη σύνδεση της με τον τρόμο και την απειλή, ο Burke προτείνει να αφαιρέσουμε νοητικά από ένα εξαιρετικά δυνατό ζώο την ικανότητα του να βλάπτει: αμέσως, παρατηρεί, αυτό γίνεται καταφρονητέο. Το παράδειγμα του βοδιού είναι χαρακτηριστικό και αντιδιαστέλλεται με τον ταύρο: και τα δύο ζώα είναι εξαιρετικά δυνατά, δεν λέμε όμως το βόδι μεγαλειώδες, γιατί, ερμηνεύει ο Burke, είναι ένα ζώο άκακο και αθώο, το οποίο υπάγεται στην υπηρεσία μας. Αντίθετα, ο ταύρος θεωρείται μια μεγαλειώδης ιδέα, γιατί η δύναμη του, σε αντίθεση με του βοδιού, είναι μια δύναμη καταστροφική, μια δύναμη που δεν υποτάσσεται παρά σπανίως στην υπηρεσία του ανθρώπου. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα ζώα (για παράδειγμα, με το τιθασευμένο και το ατίθασο άλογο). Παντού τριγύρω μας συναντάμε ζώα μεγάλης δύναμης, η οποία ωστόσο δεν ασκείται καταστροφικά. Σε αυτά τα ζώα δεν αναζητούμε ποτέ το Υψηλό και το μεγαλειώδες. «Αυτό», παρατηρεί ο Burke, «ξεπροβάλει από σκοτεινά δάση και άγριες ερημιές, παίρνοντας τη μορφή του λιονταριού, της τίγρης, του πάνθηρα και του ρινόκερου»23. Η περιγραφή του άγριου γαϊδάρου από τον Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης, συνεχίζει ο Burke, επανερχόμενος στο ρητορικό Υψηλό, γίνεται μεγαλειώδης μόνο και μόνο επειδή ο συγγραφέας επιμένει στην ελευθερία του ζώου και την περιφρόνηση του για την ανθρωπότητα.
Έτσι, ο Burke συγκεφαλαιώνει τον προβληματισμό ως εξής: «Όπου συναντάμε δύναμη (strength), και υπό όποιο φως και να την κοιτάξουμε, θα παρατηρήσουμε παράλληλα το Υψηλό ως το επακόλουθο του τρόμου και περιφρόνηση ως το συνοδευτικό της δύναμης που υπόκειται σε εμάς και είναι αβλαβής»24. Κατά την πραγμάτευση του Ωραίου ο Burke θα επανέρθει στην ιδέα αυτή• Υποδεικνύοντας το μικρό μέγεθος ως το ίδιον του Ωραίου, θα παρατηρήσει ότι αγαπάμε ό,τι υπόκειται και υποτάσσεται σε εμάς, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το Υψηλό, που θαυμάζουμε αυτό μας υπερβαίνει. «Στη μια περίπτωση», σημειώνει ο Burke, σε αυτή του Υψηλού «εξαναγκαζόμαστε σε συμμόρφωση, στην άλλη», αυτή του Ωραίου, «κολακευόμαστε από τη συμμόρφωση»25.
Έχει ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, να παρατηρηθεί πώς αξιοποιεί ο Λογγίνος ένα κοντινό σχήμα με αυτό, την αντιπαράθεση δηλαδή του χρήσιμου και του μεγαλειώδους. Στη συνέχεια του αποσπάσματος για τη μεγαλοφυΐα, το οποίο παραθέσαμε στο κεφάλαιο για τη φιλοδοξία, και αφού έχει υποστηρίξει το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, που απορρέει από την ικανοποίηση που αντλείται από το Υψηλό στη φύση, ο Λογγίνος συνεχίζει: «...έτσι, η φυσική μας ορμή μας ωθεί να θαυμάζουμε όχι το καθαρό και διάφανο ποταμάκι που μας βοηθά στις ανάγκες μας, αλλά τον Νείλο ...η ακόμα περισσότερο τον ωκεανό...ό,τι είναι χρήσιμο και αναγκαίο στον άνθρωπο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τις δυνάμεις του και αποκτιέται εύκολα, αλλά ό,τι ξεπερνά το συνηθισμένο μέγεθος είναι πάντα μεγαλοπρεπές και μας κάνει εντύπωση»26.
Αυτό που είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε είναι ότι στο κείμενο που μας απασχολεί αυτό που τονίζεται από τον Burke, σε αντιδιαστολή με τον Λογγίνο, είναι η ιεράρχηση και η υποτέλεια• εκεί δηλαδή που ο Λογγίνος υποστηρίζει πως ό,τι μας είναι χρήσιμο και αναγκαίο τοποθετείται σε σχέσεις ισότητας με εμάς, ο Burke είναι εμφατικός στο ότι αυτό υπόκειται σε εμάς, όπως ακριβώς και εμείς υποκείμεθα στο Υψηλό. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι ο Burke, αμέσως μετά τη δύναμη στη φύση, περνά στην κοινωνική και θεϊκή δύναμη και, έτσι, στην κοινωνική και την οντολογική ιεραρχία. Ως προς αυτό το τελευταίο, η διαφορά με τον Λογγίνο είναι επίσης εμφατική• δεν τονίζεται η τάση μας να μοιάσουμε στον θεό, όπως το κάνει ο Λογγίνος, αλλά η ταπεινότητα μας μπροστά στον Θεό. Με άλλα λόγια, στο ερώτημα που διατυπώνει η Ryan για το αν το Υψηλό μας εξυψώνει ή μας μειώνει, θα υποστήριζα, μαζί της, το δεύτερο27.
Έτσι, λοιπόν, από τη φυσική δύναμη, στην οποία σταθήκαμε, η παρατήρηση επεκτείνεται στην κοινωνική και τη θεϊκή. «Η δύναμη την οποία αποκτούν θεσμικά οι βασιλιάδες και οι στρατηγοί», παρατηρεί ο Burke, «συνδέεται με τον ίδιο τρόπο με τον τρόμο»28. Στους νεαρούς που είναι λίγο εξοικειωμένοι με τον κόσμο η εξουσία εμπνέει δέος, σε σημείο που να τους εμποδίζει να ασκήσουν ελευθέρα τα ταλέντα τους, παρατηρεί ο Burke, παραπέμποντας ξανά στον Ιώβ.
Τέλος, όσον αφορά την ιδέα του Θεού, ο Burke αναλαμβάνει να υποστηρίξει τη θέση ότι τα κυρίαρχα συναισθήματα, κατά τη θεώρηση του θείου, είναι συναισθήματα τρόμου. Αυτό που είναι ήδη αξιοσημείωτο είναι η θέση του Burke ότι ο θεός είναι πρωτευόντως αντικείμενο της φαντασίας και όχι της διάνοιας29. Η φαντασία λειτουργεί αποκλειστικά με βάση το υλικό των αισθήσεων και όσο ο Θεός παραμένει στην αφηρημένη σφαίρα της νόησης, παρατηρεί ο Burke, δεν έχει καμία επίδραση στη φαντασία. «Ενώ θεωρούμε τη θεότητα σαν να ήταν απλώς ένα αντικείμενο της διάνοιας», παρατηρεί, «το οποίο συγκροτεί μια σύνθετη ιδέα δύναμης, σοφίας, δικαιοσύνης, καλοσύνης, όλα σε ένα τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει την διάνοια μας, όσο την κοιτάμε με αυτόν τον εκλεπτυσμένο και αφηρημένο τρόπο, η φαντασία και τα πάθη συγκινούνται ελάχιστα ή και καθόλου»30.
Αυτό το οποίο σημειώνει ο Burke, πιστός στις εμπειριστικές, αντινοησιαρχικές προκείμενες του έργου, είναι ότι στις αφηρημένες και θεωρητικές ιδέες, όπως είναι οι ιδιότητες του Θεού, φτάνουμε μόνο με το μέσο των αισθητών εικόνων και οι μόνες αισθητές εικόνες που έχουμε σε σχέση με τον Θεό είναι τα έργα του επί της γης. Αναγνωρίζουμε τις θεϊκές ποιότητες όχι μέσω κάποιας αποκεκαλυμμένης ή έμφυτης γνώσης, αλλά τις συνάγουμε από τα έργα του. Με τον τρόπο αυτό και μόνο καθίσταται δυνατόν να μιλήσουμε για την επίδραση της ιδέας της θεότητας στη φαντασία μας. «Όταν σκεφτόμαστε τον Θεό, τα χαρακτηριστικά και οι λειτουργίες του, όντας ενωμένα στο νου μας, σχηματίζουν ένα είδος αισθητής εικόνας, και ως τέτοιες είναι σε θέση να επηρεάσουν τη φαντασία», παρατηρείται31.
Αν και σε μια δίκαιη περιγραφή του Θεού, παραδέχεται ο Burke, ίσως καμία από τις ιδιότητες του δεν ξεχωρίζει, παρόλα αυτά, για τη φαντασία μας, η δύναμη του είναι η εντυπωσιακότερη ιδέα. Αν, για να διαπιστώσουμε τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη του, επιχειρηματολογεί, κάποια σκέψη και σύγκριση είναι αναγκαίες, αν, με άλλα λόγια, είναι αναγκαία η παρέμβαση της κρίσης, για να διαπιστώσουμε τη δύναμη του, δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο από το να ανοίξουμε τα μάτια μας, σημειώνει ο Burke. Ο άνθρωπος δεν διαπιστώνει νοητικά τη δύναμη του Θεού, τη βιώνει υπαρξιακά. Και στην περίπτωση αυτή, η ιδέα της ανθρώπινης αδυναμίας είναι εξαιρετικά εμφατική: «...ζαρώνουμε (shrink) με την ταπεινότητα της φύσης μας», σημειώνει ο Burke, «και τρόπον τινά εκμηδενιζόμαστε μπροστά του»32. Μπορεί η σκέψη των άλλων ιδιοτήτων του Θεού κάπως να καθησυχάζει τους φόβους μας, αλλά ποτέ δεν τους απομακρύνει τελείως• «αν ευφραινόμαστε, ευφραινόμαστε τρέμοντας»33, καταλήγει ο Burke, και παραπέμπει σε μια σειρά περιγραφές τόσο από την Παλαιά Διαθήκη, όσο και από τον Οράτιο και τον Λουκρήτιο, οι οποίες επιβεβαιώνουν τη σταθερή σύνδεση του Θεού με εντυπώσεις τρόμου. Αν και δεν γέννησε ο φόβος τη θρησκεία, όπως παρατηρεί ο Burke, γιατί, για να γεννηθεί αυτός ο φόβος, πρέπει να προηγήθηκε η ιδέα μιας μεγάλης δύναμης, ο φόβος ακολουθεί πάντα την ιδέα του Θεού34. «Έτσι», συγκεφαλαιώνει ο Burke, «εντοπίσαμε τη δύναμη στις διάφορες διαβαθμίσεις της ως την υψηλότερη από όλες, όπου τελικά η φαντασία μας χάνεται»35.
Ως εδώ ο Burke θεώρησε το Υψηλό από τη σκοπιά του ατόμου, της ιδιαίτερης ψυχολογίας και της οντολογικής του θέσης. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και αυτό στο οποίο ο Burke αναφέρεται ως γενικές στερήσεις, έχοντας κατά νου το σκοτάδι, τη σιωπή και τη μοναξιά. Από εδώ και πέρα η ανάλυση προχωρά σε εκείνες τις αντικειμενικές ιδιότητες των πραγμάτων, οι οποίες, κατά την εκτίμηση του Burke, εγείρουν υψηλές ιδέες. Σε ριζική αντίθεση με ό,τι θα πρότεινε αργότερα ο Kant, η εκτίμηση του Burke είναι ότι υπάρχουν και υψηλά αντικείμενα, ότι δηλαδή ορισμένες αντικειμενικές ποιότητες των πραγμάτων γεννούν το συναίσθημα του Υψηλού. Από πλάσμα της φαντασίας, προπομπός του ρομαντικού κινήματος στην τέχνη, το Υψηλό στη συνέχεια προσγειώνεται, μάλλον κάπως ανώμαλα, και αποδίδεται στη μηχανική επίδραση ορισμένων, αντικειμενικών ποιοτήτων στα πράγματα.
Στη «μηχανική του Υψηλού» θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στη συνέχεια, αυτό στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι το ότι ο Burke είναι ο πρώτος συγγραφέας που επιχειρεί να συγκροτήσει μια αισθητική θεωρία που να καλύπτει το σύνολο των εντυπώσεων μας και επιμένει ότι το Υψηλό αφορά όλες μας τις αισθήσεις. Βρισκόμαστε ξανά μπροστά στον φιλόδοξο, νεαρό επιστήμονα που, γοητευμένος από τις επιστημονικές προόδους της εποχής του, φιλοδοξεί να τις μεταφέρει στο πεδίο της αισθητικής, συγκροτώντας μια συνεκτική θεωρία. Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο ο Burke επιχειρεί να αφομοιώσει στο αισθητικό του έργο μια σειρά επιστημονικών θέσεων από τη φυσική, την οπτική και τη φυσιολογία και είναι φανερό ότι βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τις ανακοινώσεις της Βασιλικής Εταιρίας του Λονδίνου36 και τις δημοσιεύσεις των σημαντικότερων επιστημόνων της εποχής του. Είναι αυτή του η συστηματική πρόθεση που οδηγεί τον Burke σε παραλογισμούς όπως, για παράδειγμα, ότι η υπερβολική πίκρα (ως προς τη γεύση) ή η ανυπόφορη κακοσμία, αποτελούν πηγές του Υψηλού. Ας αναφερθούμε όμως συνοπτικά στις αντικειμενικές ποιότητες στα πράγματα τις οποίες ο Burke συνδέει με το Υψηλό.
Ξεκινά από τις ορατές ποιότητες• εξετάζει πώς επιδρούν πάνω μας οι διαφορετικές κατηγορίες της έκτασης, περνά στην ιδέα του απείρου37 (και του τεχνητού απείρου38), προχωρά σε παρατηρήσεις για το μέγεθος των κτιρίων, για τη δυσκολία της κατασκευής τους, που τους προσδίδει κάτι μεγαλοπρεπές, για το ημιτελές στα έργα τέχνης, που ενέχει κάτι γοητευτικό, και για τη μεγαλοπρέπεια, η οποία παράγεται από μια μεγάλη αφθονία εντυπωσιακών ή πολυτίμων αντικειμένων. Η επόμενη μεγάλη κατηγορία, η οποία απασχολεί τον Burke, είναι το χρώμα και, επειδή κάθε χρώμα εξαρτάται από το φως, είναι αυτό από το οποίο και ξεκινά.
Στη συνέχεια, ο Burke περνά στους ήχους, αν και εξαιρεί τα λόγια, για τα οποία σημειώνει ότι δεν επιδρούν μέσω του ήχου τους (σε αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια). Ο θόρυβος από μεγάλους καταρράκτες, από καταιγίδες που μαίνονται και από το πυροβολικό γεννούν όλα το Υψηλό, όπως επίσης και οι φωνές ενός πλήθους, το οποίο «τόσο εκπλήσσει και μπερδεύει τη φαντασία, ώστε σε αυτόν τον δισταγμό και τη βιασύνη του νου, μόλις και μετά βίας μπορούν, ακόμα και οι πιο νηφάλιοι χαρακτήρες, να αντισταθούν και να μην ενωθούν με το πλήθος σε μια φωνή και μια βούληση»39. Επιβλητικοί είναι, επίσης, οι απότομοι ήχοι, αυτοί που ξεκινούν ή σταματούν απρόοπτα, αλλά και οι σιγανοί, διακοπτόμενοι και τρεμουλιαστοί ήχοι, οι οποίοι μας δημιουργούν αβεβαιότητα ως προς την πηγή τους και, άρα, ανασφάλεια και φόβο για το τι μπορεί να συμβεί. Υψηλές ιδέες, τέλος, είναι ικανές να γεννήσουν οι άναρθρες φωνές των ανθρώπων και οι κραυγές των ζώων που βιώνουν πόνο ή κίνδυνο.
Σειρά έχουν η όσφρηση και η γεύση. Ο Burke παρατηρεί ότι πρόκειται για τις αισθήσεις που λιγότερο δημιουργούν υψηλές ιδέες και, όταν δημιουργούν, αυτές είναι αδύναμες. Στην περίπτωση αυτή, είναι η ακραία δυσοσμία και η ακραία πίκρα αυτές που παράγουν το Υψηλό. Ο Burke παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα η δυσοσμία και η πίκρα είναι μόνο επίπονες, χωρίς να προσφέρουν οποιαδήποτε ευχαρίστηση, παρατηρεί όμως ότι χρησιμοποιούνται σε διηγήσεις και περιγραφές γεννώντας υψηλές ιδέες. Μιλάμε για ένα «πικρό ποτήρι», σημειώνει, όπως και για το στυφό και πικρό «ποτήρι της τύχης», ενώ σπεύδει να παραθέσει λογοτεχνικά κείμενα όπου η κακοσμία και η πίκρα συμβάλλουν στη δημιουργία υψηλών περιγραφών. Τέλος, ο Burke κλείνει με το αίσθημα (feeling). Όλες οι μορφές του πόνου, από την εργασία ως την αγωνία και τον βασανισμό, παράγουν το Υψηλό, σημειώνει.
Ό,τι προηγήθηκε συγκροτεί μια αναλυτική παρουσίαση των διαφόρων εντυπώσεων οι οποίες προκαλούν το Υψηλό, εντυπώσεις για τις οποίες ο Burke επιχειρηματολόγησε ότι συνδέονται με τον τρόμο και τον πόνο. Ως εδώ η παρατήρηση και η ενδοσκόπηση, με άλλα λόγια η εμπειρία, ήταν αρκετή. Αυτό που επιχειρεί να κάνει στη συνέχεια ο Burke είναι να βρει την ενοποιητική εκείνη αρχή η οποία επιτρέπει στο σύνολο των εντυπώσεων τρόμου και πόνου να δημιουργούν την ίδια αισθητική εντύπωση, μας επιτρέπει ακόμα, και είναι κεντρική επιλογή του Burke, να τοποθετήσουμε στον αντίποδα του Υψηλού, την εντύπωση του Ωραίου. Από την ανάλυση των διαφορετικών εντυπώσεων που κατακλύζουν τον άνθρωπο, περνάμε στη σύνθεση τους, στη βάση μιας, όπως θα δούμε, μηχανικής αρχής, η οποία συνδέει αιτιακά τον αντικειμενικό κόσμο με τα πάθη μας. Με άλλα λόγια, είναι η ώρα να εντοπίσουμε αυτό που ο Burke ονομάζει επαρκή αιτία (efficient cause), πρώτα του Υψηλού και, σε ένα επόμενο κεφάλαιο, του Ωραίου. Κάποιες διευκρινίσεις για το πότε η απόδοση μιας αιτίας θεωρείται επαρκής, για το πώς, με άλλα λόγια, θα απόφύγουμε την επ' άπειρον αναδρομή σε αιτίες, κρίνονται από τον Burke αναγκαίες και με αυτές θα ξεκινήσω και εγώ.
Στο σημείο αυτό θα ξανασυναντήσουμε τον αγνωστικισμό εκείνον στον οποίο αναφερθήκαμε και σε άλλο σημείο της εργασίας, την αδυναμία μας δηλαδή να διεισδύσουμε στην ουσία των πραγμάτων για να φτάσουμε στην πρώτη αιτία τους40. Είναι η ίδια η εμπειριστική μεθόδευση η οποία θέτει τους σχετικούς περιορισμούς (ο ίδιος ο Locke είχε υπάρξει σαφής ως προς τους περιορισμούς της σχετικής μεθόδευσης41). «Όταν λέω ότι σκοπεύω να ερευνήσω την επαρκή αιτία του Υψηλού και του Ωραίου», διευκρινίζει λοιπόν και ο Burke, «ας μην θεωρηθεί ότι μπορώ να φτάσω στην τελική αιτία. Δεν ισχυρίζομαι ότι θα μπορέσω ποτέ να εξηγήσω γιατί ορισμένοι ερεθισμοί του σώματος παράγουν ένα διακριτό συναίσθημα στον νου ή γιατί το σώμα επηρεάζεται, έτσι και αλλιώς, από τον νου ή ο νους από το σώμα»42. Λίγο αργότερα συγκεφαλαιώνει ως εξής: «Αυτή η μεγάλη αλυσίδα των αιτίων, η οποία συνδέοντας τη μια με την άλλη οδηγεί ακόμα και στο θρόνο του Θεού, δεν μπορεί ποτέ να αποκαλυφθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια μας. Όταν προχωράμε έστω και ένα βήμα πέρα από τις αισθητές ποιότητες των πραγμάτων, βρισκόμαστε έξω από τα νερά μας»43. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, παρατηρεί ο Burke, και αυτό είναι σημαντικό, είναι να αποσαφηνίσουμε ποίοι ερεθισμοί του νου παράγουν ορισμένες κινήσεις του σώματος, και ποια διακριτά συναισθήματα και ποιότητες του σώματος παράγουν ορισμένα πάθη στο νου και όχι άλλα.
Αξιοσημείωτη και ενδεικτική του επιστημονικού πνεύματος που διαποτίζει το έργο του Burke είναι η αναφορά του στον Νεύτωνα και στη θεωρία της βαρύτητας ως μια παραδειγματική θεωρία για τα όρια της ανθρώπινης επιστήμης. Εξίσου αξιοσημείωτη είναι βέβαια και η κριτική που ασκείται στον Νεύτωνα, σε μια προσπάθεια ελέγχου των ερμηνευτικών ορίων του Λόγου μας44. Εξάλλου, ο Burke παραβάλλει τη μέθοδο του με τον νόμο της πρόσκρουσης, ο οποίος μας εξηγεί τα αποτελέσματα της σύγκρουσης των σωμάτων, αλλά όχι και την αιτία της μετάδοσης της κίνησης.
Είναι στο σημείο αυτό στο οποίο ο Burke επιλέγει να παρεμβάλει ένα μικρό κεφάλαιο για τον συνειρμό45. Ο Burke δεν αρνείται ότι πολλά πράγματα μας επηρεάζουν μέσω συνειρμού, αλλά αντιτείνει τη θέση ότι για να αποκτήσουν κάποια πράγματα τις συνειρμικές τους ιδιότητες, να γίνουν ευχάριστα ή δυσάρεστα λόγω συνειρμού, κάποια άλλα πρέπει εξαρχής και εκ φύσεως να ήταν ευχάριστα ή δυσάρεστα. Στην πραγματικότητα, όπως έχει ήδη υποστηριχτεί, η υποτίμηση του συνειρμού συμβαδίζει με τη γενικότερη προσπάθεια από την πλευρά του Burke να υποβιβάσει τη νοητική και λογική μας ικανότητα, αυτάρκεια και αυτονομία, δίνοντας έμφαση, από την άλλη, στον προνοιακό σχεδιασμό του Θεού. Έτσι, όπως ο Burke, στο πρώτο κεφάλαιο, υποτίμησε τη συνειρμική διαδικασία, πολλαπλασιάζοντας τα ένστικτα μας, έτσι και εδώ, την υποτιμά για να ανατιμήσει τη φυσική επίδραση των αντικειμένων. Αυτό που στη θέση της συνειρμικής θεωρίας αναλαμβάνει να παίξει τον ρόλο της συνεκτικής αρχής στο έργο του Burke είναι μια μηχανιστική ερμηνεία για την ανάδυση των παθών. Αυτό που επιχειρεί να κάνει ο Burke είναι να δείξει ότι ο πόνος και ο φόβος θεμελιώνονται στην ίδια μηχανική κίνηση του σώματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Burke, στο κεφάλαιο με την τιτλοφόρηση «η αιτία του πόνου και του φόβου», επιχειρεί να αντλήσει την αιτία του πόνου από την εξωτερική, τη σωματική του εκδήλωση. Αν παρατηρήσουμε κάποιον που πονά, σημειώνει ο Burke, θα δούμε «τα δόντια του να σφίγγουν, τα φρύδια του να συστέλλονται με βία, το μέτωπο του να ρυτιδώνεται, τα μάτια του να τραβιούνται μέσα και να τεντώνονται με σφοδρότητα, τα μαλλιά του να στέκονται όρθια, τη φωνή του να βγαίνει με μικρές στριγκλιές και βογκητά και όλο το οικοδόμημα να παραπαίει»46. Αυτό που είναι κρίσιμο στο επιχείρημα του Burke είναι ότι ο φόβος θεμελιώνεται ακριβώς στην ίδια φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού και επιδρά στα ίδια σωματικά όργανα, ίσως μόνο σε μικρότερο βαθμό και ακολουθώντας μια διαφορετική κατεύθυνση από τον πόνο. Ό,τι προκαλεί πόνο επιδρά στον νου διαμέσου του σώματος, εξηγεί ο Burke, ενώ τα πράγματα που γεννούν φόβο επιδρούν στα σωματικά όργανα διαμέσου του νου, ο οποίος υποδεικνύει τον κίνδυνο47. Και στις δυο περιπτώσεις, πάντως, αυτό που παράγεται είναι μια αφύσικη ένταση των νεύρων «μια ένταση, μια συστολή ή μια βίαιη κίνηση των νεύρων»48, διευκρινίζει ο Burke περαιτέρω.
Είναι αυτός ο συλλογισμός, η κοινή φυσιολογική διάσταση πόνου και φόβου, ο οποίος, όπως θα δούμε στη συνέχεια, επέτρεψε στον Burke να υποστηρίξει ότι ορισμένα αντικείμενα, αν και δεν εγείρουν την ιδέα του κινδύνου και συνεπώς του φόβου, που είναι η θεμελιώδης πηγή του Υψηλού, γεννούν ωστόσο την ιδέα του Υψηλού, γιατί λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, εννοώντας με αυτό το «με παρόμοιο τρόπο» ότι προκαλούν εκείνη την ένταση στα νεύρα στην οποία αναφερθήκαμε. Είναι αυτός ο συλλογισμός που επέτρεψε στον Burke να αποδώσει το Υψηλό και στη μηχανική επίδραση ορισμένων φυσικών ποιοτήτων των αντικειμένων49.
Η σχέση αυτή πόνου και φόβου οδηγεί αναγκαία στην ιδέα μιας άρρηκτης ψυχοσωματικής ενότητας50. «Το μυαλό μας και το σώμα μας είναι τόσο σφιχτά και στενά δεμένα», υποστηρίζει ο Burke, «ώστε το ένα είναι ανίκανο να νιώσει πόνο ή χαρά χωρίς το άλλο»51. Ο Burke αναφέρεται στο παράδειγμα του Campanella, του περίφημου φυσιογνωμιστή, όπως το μεταφέρει ο Mr Spon, στις Recherches a’antiquite. Ο Campanella είχε μια εξαιρετική ικανότητα να μιμείται τους άλλους και, όταν ήθελε να καταλάβει τις διαθέσεις τους, παρατηρούσε ο Mr Spon, αυτό που έκανε ήταν να μιμείται όσο γίνεται πιστότερα την εξωτερική μορφή του σώματος τους, τις εκφράσεις του προσώπου, τις χειρονομίες και τη στάση του κορμιού τους. Αυτό του επέτρεπε να συνάγει την ψυχική κατάσταση, τις διαθέσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων που τον ενδιέφεραν. Αντίστοιχα, μέσω της αντίστροφης οδού, ήταν σε θέση τόσο να αποσπάσει τον νου του από τον σωματικό πόνο, ώστε μπορούσε να αντέξει τις πιο επώδυνες δοκιμασίες. Σε κάποιο βαθμό, παρατηρεί ο Burke, αυτό συμβαίνει σε όλους μας• όταν μπορούμε να συγκεντρωθούμε σε κάτι άλλο, ο σωματικός μας πόνος για λίγο αναστέλλεται• όταν το σώμα είναι ανίκανο, για κάποιο λόγο, να κάνει εκείνες τις χειρονομίες ή γκριμάτσες που συνοδεύουν ένα πάθος, το ίδιο το πάθος δεν εμφανίζεται ποτέ52.
Όσα ως τώρα παρουσιάστηκαν δικαιολογούν τη συσχέτιση πόνου και φόβου αλλά όχι και το Υψηλό, δεν έχουμε ακόμα εντοπίσει, με άλλα λόγια, την αιτία της ευχαρίστησης που αντλούμε από τον πόνο. Ακόμα και αυτήν ο Burke επιχειρεί να την εντοπίσει φυσιολογικά. Στο σημείο αυτό, είναι αξιοσημείωτη η βαρύτητα που αναγνωρίζεται στην έννοια της εργασίας απέναντι σε αυτή της νωθρότητας, η οποία, με όλες τις συνδηλώσεις της στο κοινωνικό πεδίο, για ακόμα μια φορά, καταδικάζεται53.
Αντλώντας, ίσως, από το έργο του Du Bos54, ο Burke θεωρεί την ιδέα της κίνησης ως ουσιώδη και, έτσι, αναγκαία κατάσταση της ανθρώπινης φύσης, μεταφέροντας την ταυτόχρονα στο πεδίο των καθαρά φυσιολογικών λειτουργιών, στο πεδίο των σωματικών οργάνων. Ξεκινά, λοιπόν, υποστηρίζοντας ότι η πρόνοια μας έχει πλάσει έτσι, ώστε η αδράνεια, όσο και αν κολακεύει τη φυσική μας ροπή προς τη νωθρότητα, να είναι καταστροφική για την υγεία, τόσο τη σωματική _«η φύση της ανάπαυσης είναι τέτοια, ώστε να κάνει όλα τα μέρη του σώματος μας να πέφτουν σε χαλάρωση, η οποία όχι μόνο τα καθιστά ανίκανα να εκπληρώσουν τις λειτουργίες τους, αλλά και αφαιρεί τον ζωηρό τόνο των νεύρων μας (vigorous tone of fibre), ο οποίος είναι αναγκαίος για τη διεκπεραίωση των φυσικών και απαραίτητων εκκρίσεων»55, όσο και την ψυχολογική _η ίδια νωθρότητα και αδράνεια των νεύρων περιγράφεται ως η αιτία μελαγχολίας, κατάθλιψης και απόγνωσης.
Η καλύτερη θεραπεία για τη νωθρότητα, παρατηρεί ο Burke, είναι η εργασία, η οποία προσδιορίζεται ως υπέρβαση δυσκολιών και πραγματοποιείται με τη χρήση και άσκηση των μυών. Έτσι, συνεχίζει ο Burke, μοιάζει με τον πόνο, ο οποίος μεταφράζεται και αυτός σε μια ένταση των μυών, με τη μόνη διαφορά αυτή του βαθμού. Το κρίσιμο σημείο του επιχειρήματος, όσον αφορά την ερμηνεία του Υψηλού, το γιατί δηλαδή μας ευχαριστεί ο πόνος, τον οποίο παρακολουθούμε εκ του ασφαλούς, είναι ότι η εργασία δεν είναι αναγκαία μόνο για τα περισσότερο χοντροειδή όργανα του σώματος, αλλά και για τα λεπτότερα και πιο ευαίσθητα όργανα, μέσω των οποίων, όπως παρατηρείται, δρα η φαντασία, αλλά και οι άλλες νοητικές μας δυνάμεις. Το επιχείρημα ότι όχι μόνο τα πάθη, αλλά και οι νοητικές λειτουργίες χρησιμοποιούν για τους σκοπούς τους λεπτά σωματικά όργανα, τα οποία, αν και είναι δύσκολο να προσδιοριστούν, ποια είναι αυτά και πού βρίσκονται, χρειάζονται επίσης άσκηση, όπως και τα πιο στοιχειώδη και μεγάλα όργανα, είναι αξιοσημείωτο• για να υποστηρίξει αυτή την ιδέα ο Burke παρατηρεί, από τη μια, ότι η μακρά άσκηση των νοητικών μας δυνάμεων εξαντλεί ολόκληρο το σώμα, αλλά και ότι, από την άλλη, η βαριά σωματική εργασία, όπως ο πόνος και η αδυναμία, καταστρέφει τις νοητικές ικανότητες του ανθρώπου.
Αν λοιπόν, προκύπτει το συμπέρασμα, κάποιος βαθμός άσκησης, με άλλα λόγια, μια μορφή πόνου, είναι αναγκαία για όλα τα σωματικά όργανα, ποία μπορεί να είναι αυτή η άσκηση για τα λεπτότερα όργανα στα οποία αναφερθήκαμε; «Όπως η κοινή εργασία», επιχειρηματολογεί ο Burke, «η οποία είναι μια μορφή πόνου, είναι η εξάσκηση των μεγαλύτερων οργάνων, κάποια μορφή τρόμου είναι η εξάσκηση των λεπτότερων μερών του συστήματος»56. Όταν ο πόνος ή τρόμος αυτός βρίσκονται σε κάποια απόσταση, όταν δεν είναι πιεστικά και δεν απειλούν το πρόσωπο μας, είναι το επιχείρημα του Burke, τότε, καθώς «καθαρίζουν τα όργανα μας», παρέχουν δηλαδή την αναγκαία άσκηση, αποτρέπουν δυσλειτουργίες και ανεπιθύμητες συνέπειες και, έτσι, παράγουν το συναίσθημα της ευχαρίστησης για το οποίο συζητάμε: «ένα είδος ευχάριστης φρίκης, ένα είδος ηρεμίας που χρωματίζεται από τον τρόμο»57.
Έτσι, από τον πόνο και τον φόβο, περνάμε στο Υψηλό. Αυτό που πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί είναι ότι στη διαδικασία αυτή δεν υπάρχει τίποτα το ενεργητικό από την πλευρά του υποκειμένου, καμία διαδικασία αυτοσυνειδησίας, όπως θεώρησε ο Cassirer και φαίνεται να θεωρεί και ο Furniss, παραβάλλοντας το πέρασμα από τον πόνο στην ικανοποίηση με τη σχέση αφέντη και δούλου στη Φαινομενολογία του Hegel5β. Επαληθεύεται, αντίθετα, η ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται στη θεία πρόνοια και ο περιορισμένος ρόλος που ο Burke αναγνωρίζει στις νοητικές διαδικασίες κατά την παραγωγή των αισθητικών βιωμάτων.
Αυτό που μένει, και το οποίο αναλαμβάνει να κάνει στη συνέχεια ο Burke, είναι να δείξει ότι οι ποιότητες των αντικειμένων, εκείνες στις οποίες αναφέρθηκε στο δεύτερο μέρος και οι οποίες δεν συνδέονται με τον κίνδυνο και παραπέρα με τον τρόμο, συνδέονται, παρόλα αυτά, με τον πόνο, προκαλούν δηλαδή τη συγκεκριμένη ένταση των νεύρων που ταυτίστηκε με τον πόνο. Αυτό συνιστά μια επαρκή αιτία για να μας εξηγήσει τη γέννηση του Υψηλού από ποιότητες των αντικειμένων που δεν σχετίζονται με τον τρόμο, την πραγματική πηγή του Υψηλού. Και στην περίπτωση αυτή, ο Burke αξιοποιεί τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες σε διάφορους τομείς, με πρώτες τις σχετικές με την όραση59.
Στο πλαίσιο της Πραγματείας ιδιαίτερη σημασία λαμβάνει το τελευταίο κεφάλαιο, που αφιερώνεται στις λέξεις, οι οποίες, όπως ο Burke έχει ήδη παρατηρήσει, δεν επιδρούν φυσικά, ως ήχοι. Τα φυσικά αντικείμενα, συγκεφαλαιώνει ο Burke, επηρεάζουν τον άνθρωπο μέσω ορισμένων σωματικών κινήσεων που εγείρουν και αντίστοιχων συναισθημάτων στο νου. Με τον τρόπο αυτόν επηρεάζει και η ζωγραφική, με την προσθήκη της επίδρασης της μίμησης, ενώ στην αρχιτεκτονική, πέρα από τη φυσική επίδραση των αντικειμένων, πρέπει να προσθέσουμε και τους νόμους που επιβάλλει ο Λόγος και οι οποίοι σχετίζονται με τις αναλογίες και την ωφελιμότητα ενός κτιρίου. Η ποίηση και η ρητορική, όμως, επιδρούν με ένα τρόπο τελείως διαφορετικό. Παρόλη την έμφαση του στη φυσική επίδραση των πραγμάτων απέναντι στις συνειρμικές συνδέσεις, ο Burke επιστρέφει, με τρόπο αξιοσημείωτο, στο ρητορικό Υψηλό, για να καταλήξει με την ισχύ του συνειρμού στη διαμόρφωση των παθών μας και στην κινητοποίηση του Υψηλού. Ο Burke, μάλιστα, θα επανέρθει στην έννοια της συμπάθειας, την οποία, αυτή τη φορά, αξιοποιεί μάλλον με τρόπο που προσεγγίζει την ανάλυση του Hume, παρά του Hutcheson, όπως παρατηρήθηκε προηγουμένως.
Η θέση από την οποία ο Burke ξεκινά, και με σκοπό να την καταρρίψει, είναι αυτή που θέλει την ποίηση, τη ρητορική και τις λέξεις, στην καθημερινή τους εκφορά, να επιδρούν «εγείροντας τις εικόνες εκείνες τις οποίες το έθιμο έχει ορίσει να αναπαριστούν»60. Η θέση που υποστηρίζει ο Burke είναι ριζοσπαστική σε δύο επίπεδα, είναι ριζοσπαστική τόσο όσον αφορά τη γλώσσα, όσο και όσον αφορά τη λειτουργία της ποίησης.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο, για να αναφερθούμε στην ιδέα ότι όχι μόνο οι λέξεις δεν εγείρουν εικόνες, αλλά και ότι, ακόμα παραπέρα, η αξία της γλώσσας έγκειται ακριβώς στην ασάφεια και τη μη αναπαραστατικότητά της61. Πρόκειται για μια θέση που, τελικά, συμβαδίζει με τη συνολική ανατίμηση της ποίησης και της ρητορικής, σε έναν αιώνα εξαιρετικά δύσπιστο απέναντι τους. Ο Locke, με τον οποίο ο Burke ρητά συνομιλεί και στη σημειωτική του οποίου πρέπει μάλλον να αποδώσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Burke χωρίζει τις λέξεις62, αποτελεί ένα γνήσιο εκπρόσωπο της εποχής του, όσον αφορά την καχυποψία του απέναντι στη φαντασία ως πηγή προκατάληψης και δεισιδαιμονίας, και την έμφαση, αντίστοιχα, σε μια σαφή, επιστημονική γλώσσα. «...Η τεχνητή και μεταφορική γλώσσα, την οποίο έχει ανακαλύψει η ρητορική, δεν έχει άλλη αξία» παρατηρεί ο Locke, «από το να υπονοεί λάθος ιδέες, να συγκινεί τα πάθη και ως εκ τούτου να παραπλανεί την κρίση. Έτσι, αποτελεί στην πραγματικότητα μια πλήρη απάτη και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποφεύγεται σε όλες τις συζητήσεις οι οποίες επιδιώκουν να πληροφορήσουν ή να διδάξουν»63. Αντίστοιχα, ακολουθεί και η παρακίνηση «να μη μιλάμε για τίποτα πάρα για ό,τι έχουμε σαφείς και διακριτές ιδέες»64. Ο Locke κατανοεί τη γλώσσα υπό ένα πρίσμα μάλλον θετικιστικό, πολύ διαφορετικό από τη σκοπιά που υιοθετεί ο Burke, ο οποίος κατανοεί τη γλώσσα περισσότερο ως φορέα αξιολογήσεων και ως εκφραστή παθών, ως φορτισμένο _αξιολογικά και συναισθηματικά_ πολιτισμικό προϊόν μάλλον, παρά ως ουδέτερο επιστημονικό εργαλείο. Ας παρακολουθήσουμε όμως την επιχειρηματολογία του Burke.
Ο Burke ξεκινά εξετάζοντας τη λειτουργία των λέξεων γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο του μέλημα αποτελούν οι αφηρημένες λέξεις, οι σύνθετες αφηρημένες λέξεις (compounted abstract words)65, όπως η αρετή, η ελευθερία, η τιμή κτλ. Ο Burke ξεκινά από αυτή την τρίτη κατηγορία, καθώς το επιχείρημα που επιθυμεί να εδραιώσει, ότι δηλαδή οι λέξεις δεν λειτουργούν αναπαραστατικά, φαντάζει πιο εύκολα παραδεκτό. Η θέση του είναι, λοιπόν, ότι η επίδραση των ιδεών αυτών στα πάθη μας δεν σχετίζεται με κάποια εικόνα που αυτές εγείρουν στο νου. Ποια εικόνα θα μπορούσε να είναι αυτή; Διερωτάται ο Burke. Πρόκειται για συνθέσεις, σημειώνει, και όχι για πραγματικές ουσίες. Αν προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τις ιδέες που αναπαριστούν, θα έπρεπε να τις αναλύσουμε, περνώντας από το ένα σύνολο γενικών λέξεων στο άλλο και μετά σε μια μακρά σειρά αφηρημένων και συνολικών λέξεων. Κάνεις όμως δεν κάνει κάτι τέτοιο στις καθημερινές του συζητήσεις. Στην πραγματικότητα, αν επιχειρούσε κανείς να συλλάβει τους τρόπους σκέψης και δράσης, τις διάφορες σύνθετες και απλές ιδέες και τις σχέσεις που τις συνδέουν και, έτσι, να φτάσει στις έννοιες που μας ενδιαφέρουν, παρατηρεί ο Burke, η πραγματική επίδραση των φορτισμένων αυτών λέξεων στα πάθη μας θα εξαφανιζόταν. Πολύ δε μάλλον που τέτοιες λέξεις συχνά, στην ποίηση και στη ρητορική, εμφανίζονται μαζί.
Έτσι, ο Burke καταλήγει στη λύση του συνειρμού για να ερμηνεύσει την επίδραση τους. Πρόκειται για απλούς ήχους, παρατηρεί, τους οποίους η συνήθεια έχει συνδέσει άρρηκτα με θετικές ή αρνητικές εντυπώσεις. Το επιχείρημα του αυτό ενισχύεται και από την αυθεντία του Locke, τις αναφορές του οποίου ο Burke δεν παραλείπει να παραθέσει. Ο Locke είχε υποστηρίξει ότι η αξιολογική φόρτιση των λέξεων αυτών γίνεται πολύ νωρίς, όταν τα παιδιά είναι ακόμα εύπλαστα και δεν συνειδητοποιούν καν τις συγκεκριμένες πράξεις στις οποίες οι λέξεις που μας ενδιαφέρουν, αυτές που αφορούν την αρετή και την κακία, το καλό και το κακό, αναφέρονται. Για αυτό, συνεχίζει ο Burke, πολλοί άνθρωποι που δηλώνουν με απόλυτη ειλικρίνεια ότι αγαπούν την αρετή και μισούν το κακό, πράττουν, παρόλα αυτά, με κακία. Ακόμα και αν στην πράξη, ωστόσο, οι λέξεις αυτές δεν εφαρμόζονται, καταλήγει ο Burke, η αναφορά τους και μόνο εγείρει έντονα συναισθήματα.
Πέρα από τις αφηρημένες αυτές λέξεις, ο Burke επιθυμεί να εδραιώσει το ίδιο συμπέρασμα και για τους άλλους δύο τύπους λέξεων, αυτές που προσδιόρισε ως συνολικές και τις απλές αφηρημένες λέξεις. Υπάρχουν τρεις τρόποι, συγκεφαλαιώνει, με τους οποίους οι λέξεις επιδρούν πάνω μας: μέσω του ήχου τους, μέσω της εικόνας που ο ήχος αυτός εγείρει στη φαντασία μας και, τέλος, από το συναίσθημα που γεννιέται στην ψυχή τόσο από τον ήχο όσο και από την εικόνα.
Όσον αφορά τις σύνθετες αφηρημένες λέξεις, υποστηρίχτηκε ότι μας επηρεάζουν μόνο με ήχους και συναισθήματα και όχι με εικόνες, οι άλλες δύο κατηγορίες, συνεχίζει ο Burke, επιδρούν και με τους τρεις τρόπους. Είναι φανερό ότι μπορούμε να εγείρουμε εικόνες τόσο του κόκκινου, όσο και του δέντρου στο νου μας, παρόλα αυτά, υποστηρίζει ο Burke, ακόμα και στην περίπτωση αυτών των λέξεων, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ισχύει ό,τι για τις σύνθετες αφηρημένες λέξεις, επιδρούν δηλαδή στα πάθη μας όχι εγείροντας εικόνες στο νου, αλλά μέσω της συνήθειας. Οι λέξεις, με άλλα λόγια, εγείρουν ένα συναίσθημα χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε αναπαράστασης, το συναίσθημα που γεννήθηκε όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε το αντικείμενο που αναπαριστούν. Είναι κάτι που ο Burke το συνάγει από την «προσεκτική εξέταση του νου του» και τη διασταύρωση των πορισμάτων με άλλους που έκαναν την ίδια ενδοσκόπηση. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια θέση η οποία εξακολουθεί να βρίσκει σημαντική αντίσταση. «Το βρίσκω πολύ δύσκολο», παρατηρεί, έχοντας ήδη τις πρώτες αντιδράσεις από την πρώτη έκδοση του έργου, «να πείσω αρκετούς ότι τα πάθη μας εγείρονται από λέξεις από τις οποίες δεν έχουμε καμία εικόνα και ακόμα πιο δύσκολο να τους πείσω ότι στην καθημερινή συζήτηση γινόμαστε με επάρκεια κατανοητοί χωρίς να εγείρουμε εικόνες των πραγμάτων στα οποία αναφερόμαστε»66.
Τη δυστοκία της πειθούς ο Burke επιχειρεί να λύσει με μια σειρά παραδειγμάτων. Παραθέτει αρχικά το απόσπασμα από έναν γεωγραφικό οδηγό, καλώντας μας να τον διαβάσουμε και να σκεφτούμε πόσες εικόνες εγείρονται κατά την ανάγνωση του. Καθώς αναφέρομαι τώρα στην «καθημερινή συζήτηση», συνεχίζει με ένα άλλο παράδειγμα, δεν έχω καμία εικόνα της διαδοχής του χρόνου την οποία δηλώνει η λέξη καθημερινός, δεν έχω καμιά εικόνα ανθρώπων που συζητάνε, όπως δηλώνεται από τη λέξη συζήτηση. Ο Burke αναφέρεται ακόμα στο παράδειγμα του τυφλού ποιητή, ο οποίος ήταν σε θέση να εγείρει τα πιο έντονα συναισθήματα για εικόνες που δεν είχε δει ποτέ του, και τις οποίες ήταν σε θέση να περιγράφει με τον πιο αρμόζοντα αλλά και συγκινητικό τρόπο. Έπεται η περίπτωση του τυφλού μαθηματικού, ο οποίος μπορούσε να δίνει διαλέξεις για τα χρώματα, τα οποία επίσης ποτέ του δεν είχε δει, μόνο και μόνο στη βάση των αρχών της διάθλασης. «Αυτός ο άνθρωπος», παρατηρεί ο Burke, «δίδασκε τους άλλους τη θεωρία εκείνων των ιδεών τις οποίες αυτοί είχαν, και τις οποίες ο ίδιος αναμφισβήτητα δεν είχε»67.
Ο Burke καταλήγει με την περίπτωση της ποίησης. «Στην πραγματικότητα», σημειώνει, «τόσο λίγο εξαρτάται η επίδραση της ποίησης από την ικανότητα της να εγείρει αισθητές εικόνες, ώστε είμαι πεπεισμένος ότι θα έχανε ένα πολύ σημαντικό μέρος της ενέργειας της, αν αυτό ήταν το αναγκαίο αποτέλεσμα κάθε περιγραφής, γιατί η ένωση φορτισμένων λέξεων, η οποία είναι το πιο ισχυρό από όλα τα ποιητικά εργαλεία, συχνά θα έχανε τη δύναμη μαζί με το προσήκον και τη συνέπεια, αν εγείρονταν πάντα αισθητές εικόνες»68. Αν κανείς επιχειρούσε να ανασυγκροτήσει τις εικόνες που περιγράφουν οι ποιητές, σημειώνει ο Burke, φέρνοντας παραδείγματα από τον Βιργίλιο, τον Όμηρο και τον Λουκρήτιο, τότε αναμφίβολα θα έπρεπε να τους θεωρήσει τρελούς. Το απόσπασμα όπου ο Όμηρος περιγράφει την Ελένη με τα λόγια του Πρίαμου, δημιουργεί, κατά γενική ομολογία, παρατηρεί ο Burke, την υψηλότερη ιδέα της μοιραίας της ομορφιάς και όμως, συνεχίζει, στο σχετικό απόσπασμα δεν υπάρχει ούτε μια λέξη που να παραπέμπει στις συγκεκριμένες αισθητές ποιότητες αυτής της ομορφιάς.
Σκοπός των ποιητών, συνεχίζει ο Burke, επανατοποθετώντας το αντικείμενο της ποίησης, δεν είναι η περιγραφή, αλλά η συγκίνηση των παθών. «Στην πραγματικότητα», υποστηρίζει, «η ποίηση και η ρητορική δεν τα πηγαίνουν τόσο καλά στην περιγραφή όσο η ζωγραφική, προορισμός τους είναι να επηρεάσουν μάλλον δια της συμπάθειας, παρά δια της μιμήσεως, να αναδείξουν μάλλον την επίδραση των πραγμάτων στο νου του ομιλητή ή των άλλων, παρά να παρουσιάσουν μια καθαρή εικόνα των πραγμάτων καθαυτών»69. Απέναντι στη μίμηση, η οποία παραδοσιακά ερμήνευε τη λειτουργία της ποίησης, ο Burke έχει τώρα προσθέσει τη συμπάθεια, η οποία μετατρέπεται στο κλειδί για την κατανόηση της επίδρασης της ποίησης. Ο Du Bos, μεταξύ άλλων, απέδιδε την προτεραιότητα της ζωγραφικής στην αμεσότητα της επίδρασης της στο θεατή, στην απουσία δηλαδή των νοητικών διαμεσολαβήσεων τις οποίες απέδιδε στην ποίηση. Μέσω της συμπάθειας ο Burke θεμελιώνει την αμεσότητα της επίδρασης της ποίησης, μια αμεσότητα που όμως δεν αφορά εικόνες, αλλά πάθη.
Η ιδέα που προτείνεται για την ποίηση είναι ρηξικέλευθη και ακολουθεί τη ριζοσπαστικότητα της ανάλυσης για τη γλώσσα. Αυτό που υποστηρίζει ο Burke είναι ότι στην πραγματικότητα η ποίηση δεν είναι αποκλειστικά μια αναπαραστατική τέχνη, ότι, με άλλα λόγια, δεν αντλεί τη δύναμη της μόνο από τη μίμηση. Είναι αναπαραστατική μόνο στο βαθμό που περιγράφει τους τρόπους και τα πάθη των ανθρώπων. Η κατεξοχήν αναπαραστατική ποίηση, υποστηρίζει, αυτή που περιγράφεται σωστά από την κλασική παράδοση ως μίμηση, είναι η δραματική ποίηση70. Παρόλα αυτά, ο Burke τη διακρίνει από μια άλλη μορφή ποίησης, αυτή που ονομάζει περιγραφική ποίηση. Αυτή, σημειώνει, λειτουργεί μέσω αντικατάστασης, με το μέσο των ήχων, «οι οποίοι, λόγω εθίμου, έχουν την επίδραση πραγματικοτήτων»71.
Με τον τρόπο αυτό ο Burke έρχεται σε ρήξη με την παράδοση εκείνη η οποία ξεκινά από τον Αριστοτέλη και συγκροτεί τον πυρήνα της νεοκλασικής ορθολογικής παράδοσης θεωρώντας την ποίηση ως μίμηση. Έρχεται επίσης σε ρήξη με την ιδέα εκείνη, συγγενή βεβαίως με την προηγούμενη, που θέλει ποίηση και ζωγραφική να θεμελιώνονται στην ίδια αρχή, μια ιδέα που βρίσκει το έρεισμα της στον Οράτιο και στο περίφημο pictura poesis72 (η ποίηση είναι όπως και η ζωγραφική) και το οποίο, ξεκομμένο από τα συμφραζόμενα του, θα αποτελούσε κοινό τόπο για γενιές καλλιτεχνών και κριτικών μέχρι τον Lessing73, ο οποίος στο Laocoon επιχειρεί συστηματικά την ανασκευή της ιδέας αυτής. Χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι το έργο του Charles Batteux με τον αποκαλυπτικό τίτλο Les beaux arts réduits à un même principe.
Αυτό που μένει είναι να διερευνηθεί συστηματικότερα ο τρόπος με τον οποίο επιδρούν οι λέξεις στα πάθη μας. Αυτό που θέλει να εδραιώσει ο Burke είναι η ένταση των συναισθημάτων που σχετίζονται με την ποίηση. Καθώς δεν επιδρούν μέσω κάποιων φυσικών τους ιδιοτήτων, αλλά εμμέσως, μέσω αντικατάστασης, παρατηρείται, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η επίδραση τους στα πάθη μας είναι μικρότερη σε σχέση με εκείνα τα πράγματα που επιδρούν αμέσως στον άνθρωπο. Παρόλα αυτά, ισχύει το αντίθετο και αυτό φαίνεται στην επίδραση της ποίησης και της ρητορικής. Αυτό που υποστηρίζεται και πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι, κυρίως η ποίηση αλλά και η ρητορική, όχι μόνο συγκροτούν τις ισχυρότερες των τεχνών, ως προς την επίδραση τους στα πάθη μας, αλλά επιδρούν ισχυρότερα και από την ίδια τη φύση. Τον ισχυρισμό αυτόν ο Burke τον είχε ξανακάνει, εξετάζοντας τις ποιότητες που γεννούν το Υψηλό και τότε ήταν η συσχέτιση με το ασαφές, έναν από τους βασικότερους πρόξενους του Υψηλού, που καθιστούσε τις λέξεις μια εξαιρετικά ισχυρή αρχή για τα πάθη μας. Στο σημείο που μας απασχολεί ο Burke επιχειρηματολογεί για την ισχύ της γλώσσας από διαφορετική σκοπιά, αν και αυτό που μένει και στις δύο περιπτώσεις είναι η πρωτοκαθεδρία της φαντασίας και όχι των αισθήσεων, ως προς την πρόκληση του Υψηλού. Η παραδοχή αυτή ακούγεται ακόμα περισσότερο εντυπωσιακή σε ένα έργο που αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του στη φυσική, μηχανική επίδραση των πραγμάτων πάνω μας και αντιμετώπισε σφοδρότατη κριτική λόγω της τάσης του να ερμηνεύει τις αισθητικές εντυπώσεις στη βάση φυσιολογικών διαδικασιών.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στο σημείο αυτό είναι ότι απέναντι στη φύση, ως φορέα συναισθηματικών ερεθισμών, τίθεται η κοινωνία, η οποία παρουσιάζεται ως προς αυτό ισχυρότερη αρχή. Ας ακολουθήσουμε όμως τη σειρά των σκέψεων του Burke, ο οποίος αναφέρεται σε τρεις λόγους για να δικαιολογήσει την ισχύ των λέξεων, εκ των οποίων ο πρώτος θεμελιώνει και επιτρέπει και τους υπόλοιπους δύο. Ο πρώτος λόγος, λοιπόν, έχει να κάνει με ένα ανθρωπολογικό δεδομένο: «λαμβάνουμε μέρος στα πάθη των άλλων σε αξιοθαύμαστο βαθμό» σημειώνει ο Burke, «με ευκολία επηρεαζόμαστε και ερχόμαστε σε συμπάθεια από οποιαδήποτε σημάδια τους (των παθών των άλλων) εμφανίζονται, και δεν υπάρχουν σημάδια που να εκφράζουν καλύτερα όλες τις πτυχές των περισσοτέρων παθών, από τις λέξεις»74.
Στη σημασιοδότηση της έννοιας της συμπάθειας θα σταθούμε λίγο αργότερα, προς το παρόν, αυτό το οποίο πρέπει να σημειώσουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Burke φωτίζει τη γλώσσα• την αποσυνδέει δηλαδή από την επιστήμη, από την ουδέτερη και τυπική εκφορά που αυτή απαιτεί και τη φορτίζει αξιολογικά, κατανοώντας την όχι μόνο ως φορέα αξιολογήσεων, αλλά και ως μέσο διάδοσης τους και, άρα, συγκρότησης μιας ορισμένης κοινωνικής ή πολιτισμικής ταυτότητας: όταν κάποιος μιλά για ένα θέμα, παρατηρεί ο Burke, το φωτίζει με ένα ιδιαίτερο τρόπο, αποκαλύπτει τον τρόπο που το θέμα αυτό επιδρά πάνω του. Τα πράγματα, συνεχίζει ο Burke, δεν επιδρούν πάνω μας καθαυτά, επιδρούν μέσω της γνώμης που έχουμε για αυτά και αυτή η γνώμη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζουν οι άλλοι. Η κοινωνία μετατρέπεται από τον Burke σε ένα πεδίο ανταλλαγής αξιολογήσεων, οι οποίες με μεγάλη ευκολία περνάνε από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Η έννοια της γνώμης είναι κεντρική στην κατανόηση της κοινωνική αλληλεπίδρασης, αλλά και στη συγκρότηση μιας ηθικής κοινότητας, στην οποία μετέχουμε και στις επιταγές της οποίας συμμορφωνόμαστε ασυνείδητα. Στην έννοια της γνώμης, ας θυμηθούμε, αναφερθήκαμε τόσο στο πρώτο μέρος, όσο και σε αυτό το δεύτερο, σε σχέση με την αρχή της μίμησης. Λίγες γραμμές πιο κάτω ο Burke παρατηρεί: «με τη μεταδοτικότητα (contagion) των παθών μας, κολλάμε τη φωτιά η οποία έχει ήδη ανάψει σε κάποιον άλλον»75. Το ψυχολογικό όργανο που επιτρέπει αυτή τη φορά κάτι τέτοιο είναι η συμπάθεια.
Αντίστοιχα, οι λέξεις στην ποίηση και στη ρητορική δεν αναπαριστούν πραγματικότητες, τουλάχιστον δεν κάνουν πρωτίστως αυτό• είναι, αντίθετα, σημεία τα οποία αποκαλύπτουν τη γνώμη του καλλιτέχνη για τα πράγματα και αυτή η γνώμη, μια γνώμη συναισθηματικά φορτισμένη, μεταφέρεται στον αναγνώστη ή στον ακροατή. Είναι αυτή η επικοινωνία των παθών που δίνει νόημα στους άλλους δύο λόγους, οι οποίοι ενισχύουν ακόμα περαιτέρω τη δύναμη της ποίησης. Ο δεύτερος λόγος που δίνει ο Burke για την ιδιαίτερη ισχύ των λέξεων είναι η ικανότητα τους να αναφέρονται σε πράγματα που είναι εξαιρετικά συγκινητικά, τα οποία, ωστόσο, σπανίως προκύπτουν στην πραγματικότητα, όπως ο πόλεμος, η πείνα ή ο θάνατος. Οι λέξεις έχουν τη δυνατότητα να αναφέρονται σε αυτές τις ιδέες και να κάνουν μια ιδιαίτερη εντύπωση. Από την άλλη, υπάρχουν ιδέες οι οποίες δεν έχουν ποτέ παρουσιαστεί στις αισθήσεις οποιουδήποτε ανθρώπου, όπως η ιδέα του Θεού, των αγγέλων και του διαβόλου, η ιδέα του παράδεισου και της κόλασης, οι οποίες, ωστόσο, έχουν εξαιρετικά ισχυρή επίδραση στα πάθη μας.
Ο τρίτος λόγος στον οποίο αναφέρεται ο Burke είναι ότι οι λέξεις μας δίνουν την ευκαιρία να τις συνδυάσουμε κατά βούληση, μεγιστοποιώντας, έτσι, τη συγκινησιακή τους ισχύ. Στη ζωγραφική, παρατηρείται, ένας άγγελος δεν είναι παρά ένας όμορφος άντρας με φτερά. Τι μπορεί όμως να γεννήσει το Υψηλό συναίσθημα που γεννά ο ποιητικός συνδυασμός: «ένας άγγελος του κυρίου»; Πώς θα μπορούσε να απεικονιστεί, διερωτάται ο Burke, το δίστιχο: «Βράχοι, σπηλιές, λίμνες, κρησφύγετα, έλη, βάλτοι και σκιές θανάτου, ένα σύμπαν θανάτου»76; Η προσθήκη της έννοιας του θανάτου δίπλα σε φυσικά αντικείμενα έχει εντελώς διαφοροποιήσει τον τρόπο που αυτά επιδρούν πάνω μας.
Σε κάθε περίπτωση, επανέρχεται ο Burke, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια καθαρή και σε μια δυνατή έκφραση. Η πρώτη έχει να κάνει με την κατανόηση, η δεύτερη με τα πάθη, η μια περιγράφει τα πράγματα όπως έχουν, η άλλη όπως τα νιώθουμε. Φτάνουμε, έτσι, πάλι στη συμπάθεια, την οποία κινητοποιούν οι κινήσεις, οι εκφράσεις, ο τόνος της φωνής και, πάνω από όλα, οι λέξεις, οι σωστά διαλεγμένες λέξεις επιδρούν πάνω μας πολύ περισσότερο από όποια άλλη σαφή και ξεκάθαρη έκφραση. «Ό,τι αρνούμαστε στην περιγραφή», παρατηρεί ο Burke, «το παραχωρούμε στη συμπάθεια»77.
Την έννοια της συμπάθειας τη συναντήσαμε ξανά, αν και στην πρώτη εκείνη περίπτωση σταθήκαμε πρωτευόντως στη συμπάθεια για τον πόνο και τη δυστυχία των άλλων. Στην περίπτωση που εξετάζουμε ο Burke έχει ξανά το Υψηλό στο μυαλό του, αλλά αυτή τη φορά η συμπάθεια δεν αναφέρεται στον πόνο των άλλων, αλλά στα πάθη τους εν γένει, αλλιώς, στις γνώμες τους για τα πράγματα, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο προσλαμβάνουν και αξιολογούν τον εξωτερικό κόσμο. Για ακόμα μια φορά, ο Burke συνηγορεί υπέρ της θεμελιώδους κοινωνικότητας του ανθρώπου με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά δεν είναι ο αλτρουισμός και η ευγένεια οι οποίες ανιχνεύονται• η έμφαση στο σημείο αυτό είναι διαφορετική από ότι στο κατεξοχήν κεφαλαίο για τη συμπάθεια. Θα έλεγα ότι η σημασιοδότηση της έννοιας στο σημείο αυτό προσεγγίζει περισσότερο την κατανόηση της συμπάθειας από τον Hume78, παρά από τον Hutcheson η συμπάθεια, δηλαδή, θεωρείται περισσότερο ως μηχανισμός ενστερνισμού της γνώμης του άλλου, ως μέσο διάδοσης αξιών79, παρά ως κοινωνική ευαισθησία. Ο αναπροσδιορισμός αυτός της έννοιας θα μπορούσε ίσως να περιγραφτεί ως μια μετατόπιση της αναφοράς της συμπάθειας από τον άλλον, του οποίου, σύμφωνα με τον ορισμό του Hutcheson, μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες, στον εαυτό μας. Η λειτουργία της συμπάθειας στο κείμενο που μελετάμε είναι να μας κάνει να υιοθετήσουμε τις διαθέσεις και τα συναισθήματα των άλλων.
Το κέντρο βάρος της αναφοράς έχει μεταφερθεί από τους άλλους σε εμάς. Η κοινωνικότητα που θεμελιώνεται σε αυτή τη συμπάθεια αντιτίθεται όχι στον εγωισμό ή στη φιλαυτία, αλλά στην απομόνωση80. Ακόμα και έτσι πάντως, τα πάθη, και μάλιστα μεταξύ αυτών τα έντονα πάθη του Υψηλού, μετατρέπονται από τον Burke σε προνομιακό πεδίο κοινωνικής επαφής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταφορά του σχήματος για την επίδραση της γλώσσας στο πεδίο της ιστορίας του πολιτισμού. Πολύ εκλεπτυσμένες γλώσσες, παρατηρεί ο Burke, αυτές δηλαδή που διακρίνονται για την καθαρότητα, την ακρίβεια και τη διαύγεια τους _ο Burke φέρνει το παράδειγμα της γαλλικής γλώσσας_ υστερούν σε δύναμη. Αυτές που υπερτερούν στον τομέα αυτόν είναι οι ανατολικές γλώσσες, αλλά και αυτές των απολίτιστων, ακαλλιέργητων λαών, οι οποίες υπολείπονται, ωστόσο, σε διακρίσεις. Ο Burke ουσιαστικά επαναφέρει τις παρατηρήσεις που έκανε στην εισαγωγή για το γούστο, όπου είχε υποστηρίξει ότι, γενικά, οι πρωτόγονοι λαοί επηρεάζονται από τις τέχνες περισσότερο, λόγω της μεγαλύτερης ευαισθησίας και της μικρότερης ανάπτυξης της κριτικής ικανότητας, η οποία εντοπίζει ατέλειες και κάνει διακρίσεις. Έτσι και εδώ, παρατηρεί ότι οι ακαλλιέργητοι λαοί είναι απλοί παρατηρητές των πραγμάτων και όχι κριτικοί, ώστε να τα διακρίνουν για αυτόν τον λόγο, καταλήγει, θαυμάζουν και επηρεάζονται περισσότερο από ό,τι βλέπουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Η έννοια του Υψηλού κατάγεται από ένα ανώνυμο κείμενο που αποδίδονταν, μάλλον εσφαλμένα, στον Λογγίνο, Έλληνα κριτικό της λογοτεχνίας του πρώτου αιώνα μ.Χ. Συγκεκριμένα, αποδίδει τον τίτλο του έργου Περί ύψους. Η κύρια χρήση της έννοιας κατά την κλασική περίοδο ήταν ρητορική, αφορούσε δηλαδή την τέχνη του να εγείρει κανείς υψηλά συναισθήματα διά μέσω του λόγου, προφορικού και γραπτού. Με αυτόν τον τρόπο αξιοποιήθηκε, κατά πρώτο λόγο, και από τον Λογγίνο, στον οποίο ωστόσο, για πρώτη φορά, η έννοια του Υψηλού λαμβάνει και αισθητικές διαστάσεις, εστιάζει δηλαδή στα συναισθήματα που εγείρονται στον ανθρώπινο νου, αλλά και συμπεριλαμβάνει την επίδραση των φυσικών αντικειμένων. Για την ιστορία του Υψηλού βλ. την εισαγωγή του Boulton στο Enquiry για την Routlegde and Kegan Paul, το εκτενέστερο The Sublime του S. Monk, επίσης τις σύντομες αλλά περιεκτικές παρατηρήσεις σχετικά του Beardsley, στην Ιστορία των αισθητικών θεωριών, σσ. 172175 και, τέλος, την πολύ σημαντική δουλειά των Ashfied και de Bolla με το The Sublime: a Reader in British Eighteenth Century Aesthetic Theory το κείμενο αυτό που συγκεντρώνει αποσπάσματα από όλα τα βρετανικά κείμενα του 18ου αιώνα επιχειρεί να απεγκλωβίζει την προβληματική από την καντιανή ανάγνωση των βρετανών στοχαστών.
Μεταφράζω το Sublime ως Υψηλό για να διατηρήσω τη συνέχεια της προβληματικής από τον Λογγίνο. Με τον ίδιο τρόπο μεταφράζει την έννοια ο Ανδρουλιδάκης, στην μετάφραση της Κριτικής της κριτικής δύναμης του Kant. Αντίθετα, οι Κουρτοβικ και Χριστοδουλίδης στη μετάφραση της Ιστορίας των αισθητικών θεωριών και, πιο πριν από αυτούς, ο Παπανούτσος, στην Αισθητική και, ύστερα, ο Τασάκος, μεταφράζοντας το Beobachtungen uber das Gefuuhl des schonen und Erhabenen, πάλι του Καντ, επιλέγουν τον όρο Υπέροχο, για να αποδώσουν τη σχετική έννοια.
2 «Ο Burke», παρατηρεί ο Monk, «είναι τόσο πρωτότυπος όσο κανένας από τους προκατόχους του και το Enquiry σημαδεύει μια νέα αρχή στην αισθητική σκέψη» (Monk, The Sublime, σ. 92). Παραπέμπω στη δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ann Arbor Paperbacks. Η πρώτη έκδοση του έργου γενικά έγινε το 1935 από την Modern Language Association of America. Ως προς τη σημαντικότατη επίδραση του έργου αυτού του Burke κατά το δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα πρβλ. επίσης από το ίδιο έργο σσ. 9899.
3 Το Υψηλό, σημειώνει ο Λογγίνος, «ου γαρ εις πειθώ τους άκροωμένους άλλ' είς έκστασιν άγει τα ύπερφυά πάντη δε γε συν εκπλήξει του πιθανού και του προς χάριν αεί κρατεί το θαυμάσιον, είγε το μεν πιθανόν ως τα πολλά έφ' ήμίν, ταύτα δε δυναστείαν καί θίαν άμαχον προσφέροντα παντός επάνω του ακροωμένου καθίσταται», Λογγίνος Περί Ύψους, κεφ. Ι.
4 A Philosophical Enquiry, σ. 230.
5 Ο Bruhm παρατηρεί ότι προς τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα η ενασχόληση με τον πόνο εστιάζεται πια στο σωματικό πόνο. (Bruhm, Gothic bodies, σσ. 35).
6 A Philosophical Enquiry, σ. 230.
7 Ο Addison αναφέρει τρεις πηγές ικανοποίησης για τη φαντασία. Το μεγαλοπρεπές (grate), το ασυνήθιστο και το ωραίο. Βλ. Spectator τχ. 412.
8 A Philosophical Enquiry, σσ. 230231.
9 A Philosophical Enquiry, σ. 231.
10 A Philosophical Enquiry, σ. 232.
11 A Philosophical Enquiry, σσ. 232233.
12 Βλ. το κεφάλαιο 5 του πρώτου μέρους της παρούσας εργασίας με την τιτλοφόρηση «Σημειώσεις για τη θρησκεία και την ηθική».
13 Ο Λογγίνος απαριθμεί πέντε βασικές πηγές του Υψηλού. Η δεύτερη πηγή, η οποία συγκαταλέγεται σε ό,τι ο Λογγίνος θεωρεί ως φυσικά χαρίσματα, είναι «το σφοδρόν και ένθουσιαστικόν πάθος» (Περί Ύψους, κεφ. 8).
14 Πρβλ. με τα έργα του Dennis, The Advancement and Reformation of Modern Poetry (1701) και The Grounds of Criticism (1704). Επίσης, όπως το έχω ήδη σημειώσει, θετική φόρτιση της έννοιας συναντάμε στον Shaftesbury.
15 Ο Burke παραθέτει το δίστιχο ως εξής: Segnius irritant animos demissa per aures. Quam quae sunt oculis subjecta fidelibus. Η ελληνική απόδοση είναι δικιά μου.
16 Abbe Du Bos, Réflexions Critiques sur le Poésie et sur la Peinture. .
17 A Philosophical Enquiry, σ. 233.
18 Αυτή τη σύνδεση την έχει κάνει ήδη ο Furniss, στο Edmud’s Burke Aesthetic Ideology, σσ. 96112.
19 A Philosophical Enquiry, σ. 233.
20 A Philosophical Enquiry, σ. 236.
21 A Philosophical Enquiry, σ. 236.
22 A Philosophical Enquiry, σ. 236237.
23 A Philosophical Enquiry, σ. 237.
24 A Philosophical Enquiry, σ. 238.
25 A Philosophical Enquiry, σ. 273.
26 Λογγίνος, Περί Ύψους, κεφ. 35.
27 «Το Υψηλό για τον Burke δεν αφορά την αυξανόμενη αυτογνωσία του υποκειμένου, αλλά την αίσθηση του περιορισμού του και της θεμελιώδους αξίας της εμπειρίας αυτής σε ένα κοινωνικό και ηθικό πλαίσιο» (V. L. Ryan, “The Physiological Sublime: Critique of Reason”, σ. 266), παρατηρεί η Ryan, επικρίνοντας την καντιανή ανάγνωση του Υψηλού του Burke. Η συγγραφέας αναδεικνύει ιδιαιτέρως τη φυσιολογική διάσταση στο έργο του Burke και την κριτική στο Λόγο μέσω αυτής. Αν και πράγματι η διάσταση αυτή είναι θεμελιώδης και συνέχει το έργο συνολικά, είμαι της γνώμης ότι, τελικά, υποτιμάται από την συγγραφέα η σημασία που δίνει ο Burke στα πάθη, τα οποία βεβαίως, σε τελική ανάλυση, ανάγονται σε μια μηχανική κίνηση. Απέναντι στη συνειρμική θεώρηση, στην οποία ο Burke δεν αντιπαρατίθεται τόσο απόλυτα όσο υποστηρίζεται από τη συγγραφέα, δεν αντιπαραθέτει μόνο το μηχανικισμό, προϋποθέτει επίσης και αντιπαραθέτει και τον πολλαπλασιασμό των ενστίκτων και των ψυχολογικών μηχανισμών, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως —μιμητικότητα, συμπάθεια, φιλοδοξία. Έτσι, ο ρόλος της φαντασίας δεν είναι καθόλου αμελητέος και μάλλον τον υποτιμά η συγγραφέας.
28 A Philosophical Enquiry, σ. 238.
29 Την ιδέα ότι τον Θεό τον προσεγγίζουμε καλύτερα με το συναίσθημα παρά με τον Λόγο ο Burke την είχε ήδη εκφράσει στο Notebook και την εντοπίσαμε στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας (Βλ. το κεφάλαιο 5 του πρώτου μέρους με την τιτλοφόρηση «Σημειώσεις για τη θρησκεία και την ηθική»).
30 A Philosophical Enquiry, σ. 239.
31 A Philosophical Enquiry, σ. 239.
32 A Philosophical Enquiry, σ. 239.
33 A Philosophical Enquiry, σ. 239.
34 Η πραγματική θρησκεία, παρατηρεί ο Burke, αναφερόμενος στο Χριστιανισμό, χαρακτηρίζεται και αυτή από τον φόβο του Θεού, μόνο που είναι ένας ευεργετικός φόβος (salutary fear) που συμβαδίζει με την ιδέα της αγάπης του Θεού, την οποία ουσιαστικά εισήγαγε ο Χριστιανισμός. Με το κριτήριο αυτό, ο Χριστιανισμός διακρίνεται από την ψεύτικη θρησκεία, η οποία στηρίζεται μόνο στο φόβο.
35 A Philosophical Enquiry, σ. 241.
36 Η Βασιλική Εταιρία του Λονδίνου ιδρύθηκε το 1660, με σκοπό την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας. Ο Νεύτων υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα μέλη της, ενώ αποτέλεσε και η ίδια μέρος μιας ευρύτερης κίνησης, σε όλη την Ευρώπη, με σκοπό την Αναγέννηση των επιστημών. Αντίστοιχες εταιρίες ιδρύθηκαν, την ίδια περίοδο, στη Ρώμη (Academia dei Lincei, το 1603, ο Γαλιλαίος υπήρξε εξέχον μέλος της), στο Παρίσι (Academie des sciences, το 1666), στο Βερολίνο (σχεδιασμένη από τον Leibniz, το 1700)
37 Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ψευδαίσθηση του απείρου γιατί, όπως παρατηρείται, σπανίως οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο των αισθήσεων μας είναι όντως και από τη φύση του άπειρο. Αυτοεξαπατόμαστε και περιγράφουμε ως άπειρο αυτό του οποίου τα όρια δεν μπορούμε να διακρίνουμε ή του οποίου τα μέρη επαναλαμβάνονται σταθερά και αδιάκοπα για έναν απροσδιόριστο αριθμό. Ο Burke ερμηνεύει την αυτοεξαπάτηση αυτή με βάση μια νοητική λειτουργία με πολλές και σημαντικές προεκτάσεις. Η νοητική λειτουργία η οποία απασχολεί τον Burke περιγράφεται ως εξής: «οποτεδήποτε επαναλαμβάνουμε συχνά μια ιδέα, ο νους, μέσα από ένα είδος μηχανισμού, την επαναλαμβάνει για μεγάλο διάστημα, αν και η πρώτη αιτία έχει σταματήσει να λειτουργεί» (Enquiry σ. 243). Τα παραδείγματα του Burke, ό,τι δηλαδή αποκαλύπτει έναν τέτοιο μηχανικισμό, είναι αρκετά. Αν στριφογυρίσουμε για ώρα, ξεκινά ο Burke, όταν καθίσουμε ύστερα, τα πράγματα τριγύρω μας φαίνονται να γυρίζουν. Όταν κάποιοι ήχοι επαναλαμβάνονται για μεγάλα διαστήματα, όπως ο ήχος του καταρράκτη ή τα χτυπήματα από ένα σιδηρουργείο, συνεχίζουμε να τους ακούμε ακόμα και όταν πια η αιτία τους έχει πάψει να μας επηρεάζει πραγματικά. Αν κρατήσουμε ένα κοντάρι σε ευθεία με το μάτι στην μια του άκρη, παρατηρεί ο Burke, περνώντας στην όραση, μας φαίνεται να εκτείνεται στο άπειρο. Η ίδια εξαπάτηση θα λάβει χώρα και αν τοποθετηθούν στο δοκάρι αυτό ομοιόμορφα σημάδια σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους. Στην ίδια νοητική λειτουργία, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, ο Burke αποδίδει ένα σύμπτωμα που εμφανίζουν οι τρελοί, να επαναλαμβάνουν δηλαδή νυχθημερόν, για χρόνια ολόκληρα, το ίδιο σχόλιο, παράπονο ή τραγούδι. Αφού κολλήσει κάτι στη διαταραγμένη τους φαντασία, παρατηρεί ο Burke, κάθε επανάληψη του δίνει νέα δύναμη.
38 Ο Burke συστηματοποιεί τις αρχές του τεχνητού απείρου στη διαδοχή
και την ομοιομορφία
39 A Philosophical Enquiry, σ. 250.
40 Είναι ο ίδιος αγνωστικισμός ο οποίος γεννιέται σε αντίθεση με το καρτεσιανό κοσμοείδωλο από τον Νεύτωνα, ένας αγνωστικισμός ο οποίος, από το πώς, από τη γνώση των πρώτων αρχών, περνά στο τι, στα ίδια τα φαινόμενα (βλ. Cassirer, The Philosophy of the Enlightment, σσ. 5355). Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι στο ίδιο πνεύμα, στην «Εισαγωγή για το γούστο», ο Burke είχε φανεί εξαιρετικά διστακτικός απέναντι στην αξία του ορισμού (βλ. σ. 116117 αυτής της εργασίας).
41 Αναφερόμενος στις καρτεσιανές έμφυτες ιδέες παρατηρούσε «...ότι είναι χρήσιμο να πείσουμε τον δραστήριο ανθρώπινο νου να είναι περισσότερο προσεκτικός όταν μπλέκεται με θέματα τα οποία ξεπερνούν την κατανόηση του, να σταματά όταν έχει φτάσει στα όρια του λουριού του, και να αναγνωρίζει καρτερικά την άγνοια εκείνων των πραγμάτων τα οποία μετά από έρευνα αποκαλύπτονται πέρα από τις ικανότητες μας», (Locke, Essay, κεφ. Ι, παρ.6).
42 A Philosophical Enquiry, σ. 283.
43 A Philosophical Enquiry, σ. 283
44 Όταν διατύπωσε τη θεωρία για πρώτη φορά, παρατηρεί ο Burke, κατάλαβε ότι μπορούσε να εξηγήσει μια σειρά από φυσικά φαινόμενα. Παρόλα αυτά, η ίδια η βαρύτητα με αναφορά «στο γενικό σύστημα των πραγμάτων», παρέμενε ένα αποτέλεσμα την αιτία του οποίου δεν επιχείρησε να ανιχνεύσει. Όταν επιχείρησε να το κάνει, μέσα από τη θεωρία του ελαστικού αιθέρα, συνεχίζει ο Burke, ο Νεύτων φάνηκε να εγκαταλείπει τον «προσεκτικό τρόπο του φιλοσοφείν» (A Philosophical Enquiry, σ. 283).
45 Ο Hume θεωρούσε ότι η θεωρία του συνειρμού λειτουργούσε για το νοητικά φαινόμενα όπως ο νόμος της βαρύτητας για τα φυσικά. Αυτός που χτίζει μια θεωρία, η οποία αποδίδει τις αισθητικές εμπειρίες αποκλειστικά συνειρμό, είναι ο Hartley με το Observations on Man (1749). Η πρώτη ενότητα του πρώτου μέρος του τέταρτου κεφαλαίου του έργου αυτού ξεκινά ως εξής: «Ξεκινάω με τις ηδονές και τους πόνους της φαντασίας και θα προσπαθήσω να αναζητήσω την προέλευση κάθε είδους στο συνειρμό...» (αντλώ το απόσπασμα από τη συλλογή κειμένων που συγκεντρώνουν οι Ashfield και de Bolla). Έτσι, ο Burke αναλαμβάνει να αναπροσδιορίσει την αξία του και τη θέση του στη δική του ερμηνευτική
46 A Philosophical Enquiry, σ. 285
47 Πρβλ. ό,τι σημειώνει ο Locke. «Η ευχαρίστηση ή η δυσαρέσκεια συνοδεύουν σχεδόν όλες τις ιδέες μας, τόσο της αίσθησης όσο και του στοχασμού, και δεν υπάρχει ερέθισμα από τις αισθήσεις μας, από έξω, ή η παραμικρή σκέψη του νου μας, από μέσα, η οποία δεν είναι ικανή να προκαλέσει πόνο ή ηδονή» (Locke, An Essay, βιβλίο 2, κεφ. 7).
48 A Philosophical Enquiry, σ. 285. Ο Burke ρητά αντλεί από τους φυσιολόγους της εποχής του, καθώς αναφέρεται στη διαμάχη για το αν ο πόνος είναι το απότέλεσμα συστολής ή έντασης των νεύρων, παρατηρώντας, ωστόσο, ότι το όποιο αποτέλεσμα δεν επηρεάζει καθόλου το επιχείρημα του.
49 Βλ. το τέταρτο μέρος της Πραγματείας.
50 Την προβληματική αυτή θα ανέπτυσσαν ακόμα περαιτέρω οι υλιστές
Lamtrie και Holbach. Όπως παρατηρείται, είναι η επιλογή του υλισμού να εξετάσει τη σχέση ψυχής και σώματος όχι από την άποψη της ουσίας, όπως γινόταν τον 17ο αιώνα, αλλά από αυτή της αιτιότητας. Σύμφωνα με τους υλιστές τη φύση των πραγμάτων δεν μπορούμε να τη συνάγουμε παρά από τα αποτελέσματα τους, και αυτά φανερώνουν μια αδιάσπαστη ενότητα ψυχικών και σωματικών διαδικασιών (Cassirer, The Philosopfy of the Enlightment σσ. 6568).
51 A Philosophical Enquiry, σ. 286.
52 Η συσχέτιση των εκφράσεων του προσώπου με τα πάθη, η κατάδειξη της φυσιογνωμίας ως του καθρέφτη των παθών, έλαβε σημαντικές διαστάσεις στις αρχές του 18ου αιώνα. Η Barbara C. Oliver καταπιάστηκε σχετικά, ξεκινώντας από τον James Parsons και τη διάλεξη που έδωσε στη βασιλική εταιρία για τη φυσιογνωμία και τη σχέση της με τα πάθη, για να περάσει στη διάδοση εγχειριδίων ζωγραφικής, που καταπιάνονταν με τη σωστή απεικόνιση των παθών (πρβλ. σχετικά Barbara C. Oliver, "Edmund Burke and the Baroque Theory of Passions", Studies in Burke and his Time, τομ. 12, 1970. σσ. 16611676). Συγκεκριμένα, η Oliver συσχετίζει τις ανατομικές αναλύσεις του Burke για την εκδήλωση των παθών με τη νεοκλασική, αισθητική παράδοση για τη ζωγραφική, που συγκεφαλαιώνεται στο έργο του Charles le Brun Methode pour apprendre a dessiner les passions proposee dans uns conference sur l’ expression generale et particulere (1698).
Το εγχειρίδιο αυτό, στο πλαίσιο μιας θεωρίας της έκφρασης στη ζωγραφική, επιχειρεί να συστηματοποιήσει τον τρόπο απεικόνισης των παθών και για αυτό στηρίζεται στις αναλύσεις του Descartes από το Τα πάθη της ψυχής. Το συμπέρασμα της Oliver είναι ότι τα εγχειρίδια σχεδίου των καλλιτεχνών του Μπαρόκ, τα οποία, κατά τη γνώμη της, «εξορθολόγησαν το πεδίο του χάους που συνεχώς απειλούσε την τάξη και την αρμονία του αυγούστειου κόσμου», συγκροτούν και το θεμέλιο του έργου του Burke. Αν και η συσχέτιση είναι διαφωτιστική και μου φαίνεται πιθανόν ο Burke να άντλησε στοιχεία από τις σχετικές απεικονίσεις για να περιγράψει την εκδήλωση του πόνου και της ευχαρίστησης, όπως επίσης να επηρεάστηκε από τις αναλύσεις του Descartes για τα πάθη, παρόλα αυτά, το συμπέρασμα στο οποίο φτάνει η συγγραφέας είναι τελικά παραπλανητικό. Πέρα από τον Descartes, εξαιρετικά σημαντική για την προσέγγιση των παθών που κάνει ο Burke ήταν, προφανώς, η επίδραση του Λογγίνου, ενώ, επίσης, η συστηματοποίηση της έννοιας Υψηλού τον 18ου αιώνα λαμβάνει έντονα αντινεοκλασικά χαρακτηριστικά (Βλ. σχετικά Monk, The Sublime, ενδεικτικό σσ. 5556). Όσο δε αφορά τον μηχανικισμό ο Burke, τον αντλεί μάλλον από τον Hobbes, παρά από τον Descartes, ενώ οι ιδέες του για τις σχέσεις ψυχής _σώματος ακολουθούν τις παρατηρήσεις των Hobbes και Locke. (Για μια συνοπτική παρουσίαση της προβληματικής των παθών από τον Descartes βλ. Γ. Πρελορέντζος, «Ανατομία και έλεγχος των παθών της ψυχής στην ηθική φιλοσοφία του Καρτέσιου», Αξιολογικά, ειδικό τεύχος Ι σε συνεργασία με τον «Πολίτη», Πολιτικές Ορθολογισμού, Εξάντας).
53 Μπαίνω στον πειρασμό να συσχετίσω την έννοια της αδράνειας, όπως χρησιμοποιείται εδώ, ανθρωπολογικά δηλαδή, με την κοινωνική της σημασιοδότηση, στο πρώτο μέρος της εργασίας, όπου δηλαδή συσχετίστηκε με μια ορισμένη κοινωνική τάξη ή, καλύτερα, με ένα μέρος της τάξης αυτής, αναφέρομαι βεβαίως στο παράδειγμα του «εκλεπτυσμένου ευγενούς». Στο πρώτο μέρος, καταδικάστηκε το συγκεκριμένο κοινωνιολογικό παράδειγμα, στο σημείο που μας απασχολεί, η καταδίκη λαμβάνει και ανθρωπολογική, φυσιολογική διάσταση. Τη συσχέτιση αυτή, μάλιστα, ενισχύει και η προτροπή του Burke σε εργασία ως το αντίδοτο της νωθρότητας (ο «σοφός άνθρωπος», ας θυμίσουμε, είχε συγκροτηθεί ως το παράδειγμα του ανθρώπου της εργασίας, το οποίο είχε τοποθετηθεί στον αντίποδα του «εκλεπτυσμένου ευγενούς», στη συγκεκριμένη περίπτωση, βεβαίως, η εργασία λαμβάνει ευρύτερη διάσταση). Ας θυμίσουμε επίσης ότι, στο κεφάλαιο για τη συμπάθεια, ο Burke καταφέρθηκε ενάντια στη συναισθηματική νωθρότητα, η οποία κάνει κάποιους αναίσθητους στη δυστυχία των άλλων. Ιδιαίτερη σημασία λαμβάνουν οι παραπάνω παρατηρήσεις του Burke στην ανάλυση του Furniss, που θέλει το Υψηλό να εκφράζει την ιδεολογία και τις αντιφάσεις της μεσαίας τάξης. (Βλ. Furniss, Edmund’s Burke Aesthetic Ideology).
54 Στις Réflexions Critiques sur le Poésie, la Peinture et la Musique ο Du Bos, προσπαθώντας να ερμηνεύσει γιατί μας ευχαριστεί η θλίψη και ο πόνος στην τέχνη και, κυρίως, γιατί μας ευχαριστεί η τραγωδία, είχε υποστηρίξει ότι, όπως το σώμα, έτσι και ο νους έχει τις ανάγκες του, θεωρώντας τη συνεχή κίνηση των παθών και των συναισθημάτων ως την πιο επιτακτική του ανάγκη. Οι άνθρωποι, για τον Du Bos, υποφέρουν περισσότερο, όταν δεν έχουν πάθη, παρά όταν εγείρονται θλιβερά συναισθήματα (τη σύνδεση αυτή κάνει και ο Wladyslaw Folkierski Πρβλ. Entre le classicism et la romantisme. Champion, Παρίσι, 1969, σσ. 5963). Ο Burke ωστόσο απομακρύνεται από τον Du Bos, θεωρώντας πιο συνηθισμένη για τον άνθρωπο την κατάσταση της αδιαφορίας.
55 A Philosophical Enquiry, σ. 287. Ο Hobbes περιέγραφε δύο κινήσεις ως αναγκαίες για τον οργανισμό: τη ζωτική κίνηση, η οποία περιλαμβάνει την κυκλοφορία του αίματος, τον σφυγμό, την αναπνοή, την πέψη, τη θρέψη, την αφόδευση κτλ, και τη ζωική, η οποία αποκαλείται, επίσης, εκούσια κίνηση και αφορά τη μετακίνηση, την ομιλία, την κίνηση οποιουδήποτε μέλους του σώματος σύμφωνα με τον τρόπο που έχουμε ήδη φανταστεί με τον νου μας (Πρβλ. Hobbes, Λεβιάθαν, εισ. Αιμ. Μεταξόπουλος, μετ. Γ. Πασχάλης, Αιμ. Μεταξόπουλος, Αθήνα, Γνώση, 1989, σ. 121).
56 A Philosophical Enquiry, σ. 288.
57 A Philosophical Enquiry, σ. 288.
58 Furniss, Edmunds Burke Aesthetic Ideology σ. 49.
59 Στην αλληλογραφία του, ο Burke αναφέρεται, με τόνο μάλιστα κριτικό, στον Taylor, έναν οφθαλμίατρο, του οποίου τις διαλέξεις παρακολούθησε. Βλ. Correspodence. τομ. Ι σ. 40 και σ. 44).
60 A Philosophical Enquiry, σ. 309.
61 Ο Wecter, αντιμετωπίζοντας το ερώτημα της πρωτοτυπίας των ιδεών αυτών, συνδέει τη θεωρία του Burke με κάποιες περιστασιακές αναφορές από το έργο του Berkeley, Treatise Concerning the Principles of Human Understanding. Οι αναφορές αυτές, πάντως, δεν προεκτείνονται από τον Berkeley στο πεδίο της ποίησης και της ρητορικής και, άρα, η συστηματοποίηση του Burke στο πεδίο αυτό διεκδικεί πλήρη πρωτοτυπία. Πρβλ. σχετικά D. Wecter. “Burke’s theory of Words, Images and Emotion”, τομ. 55, τχ. I (1940), σσ. 167181.
62 Για τη σχέση αυτή επιχειρηματολογεί επίσης ο Wecter στο "Burke’s theory of Words, Images and Emotion".
63 Locke, Essay, βιβλίο 3, κεφ. 10, παρ. 34.
64 Locke, Essay, βιβλίο 3, κεφ. 11, παρ. 2.
65 Ο Burke έχει φροντίσει προηγουμένως να τις διακρίνει από τις συνολικές λέξεις (aggregate), όπως άνθρωπος, άλογο, δέντρο, στις οποίες απλές ιδέες ενώνονται σε ένα ορισμένο σύνολο, και τις απλές σύνθετες λέξεις (simple abstract words), οι οποίες αναπαριστούν μόνο άλλες ιδέες, όπως κόκκινο, τετράγωνο κτλ.
66 A Philosophical Enquiry, σσ. 312313.
67 A Philosophical Enquiry, σ. 314.
68 A Philosophical Enquiry, σ. 315.
69 A Philosophical Enquiry, σσ. 316317.
70 Και ως προς το αντικείμενο της δραματικής ποίησης, πάντως, ο Burke υποστηρίζει μια θέση την οποία, αν και δεν ήταν ο μόνος ή ο πρώτος που την υποστήριξε, είναι ασυνήθιστη για τα μέσα του 18ου αιώνα (Πρβλ. τον σχολιασμό της έκδοσης στην οποία παραπέμπω, σ. 554). Σε αντίθεση με την αριστοτελική πραγμάτευση, αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι το δράμα είναι λιγότερο μίμηση πράξης και περισσότερο μίμηση χαρακτήρων. Στη βάση αυτή, ο Burke διακρίνει δύο τύπους δημιουργών, αυτούς που ανακαλύπτουν ιστορίες και αυτούς που περιγράφουν χαρακτήρες. Η δημιουργία μιας επιτυχημένης και κυρίως πρωτότυπης ιστορίας, υποστηρίζει ο Burke, είναι το δυσκολότερο πράγμα και στην πραγματικότητα σε όλη τη λογοτεχνική και θεατρική παραγωγή μπορεί κανείς να συναντήσει ελάχιστες τέτοιες. Οι περισσότεροι συγγραφείς, υποστηρίζεται, επαναφέρουν παλιότερες ιστορίες, αρκούμενοι σε μικροαλλαγές. «Πόσες ανεκτές ιστορίες έχει ο Βοκκάκιος», διερωτάται, «και πόσες που θα ήθελε κανείς να τις διαβάσει για δεύτερη φορά;» (Hints, σ. 555). Το να εγείρει τα πάθη και να διαγράψει κανείς με επιτυχία χαρακτήρες είναι επίσης δύσκολο, ωστόσο, ωθούμαστε σε αυτό από τη φύση μας, παρατηρεί ο Burke, και δείχνει και σε αυτή την περίπτωση τη συμπάθεια, η οποία μας ωθεί να «συμμετέχουμε στα πάθη και τα ήθη των συνανθρώπων μας» (Hints, σ. 555). Στον αντίποδα η δημιουργία «ευχάριστων γεγονότων και περιστατικών» μας είναι ξένη και εξωτερική. Ωστόσο, αυτή η παρατήρηση «των χαρακτήρων των ανθρώπων μάλλον, παρά της τάξης των πραγμάτων», δεν είναι μόνο περισσότερη φυσική στον άνθρωπο, αλλά και πιο χρήσιμη, «διαχειρίζεται καλύτερα τη μεγάλη υπόθεση της ζωής» (Hints, σ. 556).
71 A Philosophical Enquiry, σ. 317.
72 Για την ιστορία της φράσης πρβλ. W. G. Howard, “Ut Pictura Poesis”, τομ. 24, τχ. Ι (1909), σσ. 40123.
73 Έχει υποστηριχτεί η θέση ότι ο Burke πρέπει να συγκαταλέγεται στους προδρόμους του Lessing. Πρβλ. W. G. Howard, "Burke Among the Forerunners of Lessing", PMLA, τομ. 22, τχ. 4 (1907), σσ. 608632.
74 A Philosophical Enquiry, σ. 317.
75 A Philosophical Enquiry, σ. 319.
76 A Philosophical Enquiry, σσ. 318319.
77 A Philosophical Enquiry, σ. 319.
78 Η συσχέτιση με τον Hume, ωστόσο, πρέπει να σταματήσει εδώ. Ο Hume, όπως φαίνεται από τις μετέπειτα αναφορές στην έννοια της συμπάθειας, της δίνει ωφελιμιστικές διαστάσεις, με την έννοια ότι η συμπάθεια μας επιτρέπει να ικανοποιούμαστε με τα οφέλη που απολαμβάνουν άλλοι. Έτσι, μάλιστα, στη βάση μιας τέτοιας κατανόησης, ερμηνεύει και το Ωραίο και θεμελιώνει το σύνολο των αρετών, τεχνητών και φυσικών. Αυτή η τροπή της έννοιας της συμπάθειας αρχίζει να ξεδιπλώνεται στο δεύτερο μέρος του δεύτερου βιβλίου και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο όπου ο Hume επιχειρεί να εξηγήσει γιατί μας ικανοποιεί ο πλούτος και η εξουσία. Η θέση που παρατίθεται είναι ότι, μέσω της συμπάθειας, εκτιμάμε τους πλούσιους και τους ισχυρούς, και, αντίστοιχα, περιφρονούμε τους φτωχούς και ταπεινούς. Η συμπάθεια, μας εξηγεί ο Hume, μας κάνει να μετέχουμε των συναισθημάτων και των δύο, στην ευχαρίστηση των μεν, από την απόλαυση υλικών και κοινωνικών αγαθών, και στη δυστυχία των δε. Η συμπάθεια μας επιτρέπει να μοιραστούμε, με τη φαντασία, την απόλαυση αυτού που παρατηρούμε και, έτσι, δημιουργεί και σε μας το ίδιο αίσθημα ευαρέσκειας, το αντίθετο συμβαίνει με τη φτώχια, το συναίσθημα, σε αυτή την περίπτωση, είναι η δυσαρέσκεια και εύλογα θα προτιμούσαμε να το αποφύγουμε. Για την «έλξη του Hume» από την αρχή της ωφελιμότητας και εν γένει τη λειτουργία της συμπάθειας πρβλ. Δ. Δρόσος, «Μια όψη της σκωτικής κληρονομιάς του Kant: ο διάλογος HumeSmith και τα όρια της εμπειρικής αισθηματοκρατίας».
79 Ο Hume στο Treatise είχε παρατηρήσει ότι στην αρχή της συμπάθειας χρωστά ένα έθνος τον χαρακτήρα του και όχι σε όποια επίδραση του κλίματος. (Hume, Treatise, βιβλίο 2, μερ. Ι, κεφ. Ι Ι.)
80 Θυμίζουμε ότι και ο Burke είχε θεωρήσει την απομόνωση έναν από τους χειρότερους πόνους, ισάξια μάλιστα με τον θάνατο, ενώ ήδη, από εκεί, είχαμε επισημάνει τη συνάφεια με σχετικές απόψεις του Hume.